Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Προδημοσίευση από τη νουβέλα Καρυότυπος του Άκη Παπαντώνη, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[ 17 ]
«[...] Ἐδῶ τὶς ἀργίες τὶς λένε bank holidays. Μοῦ φαίνεται ξεκαρδιστικὰ ἀστεῖο νὰ καθορίζουν οἱ τράπεζες τὶς ἡμέρες τῶν διακοπῶν σου. (Μικρὴ παύση.) Τὰ μικρὰ τί κάνουν; Εἶναι καλά;» Ἡ φωνή του γκέλαρε ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο στὸ ἄδειο σαλόνι. 


Πάτησε stop. Μετὰ rewind. Ἀκούστηκε ἕνα κοφτὸ κλάκ. Μετὰ ξανὰ play. Ὅταν βαρέθηκε νὰ ἀκούει τὸν ἑαυτό του νὰ μιλᾶ, ἔβγαλε τὴν κασέτα ἀπὸ τὸ μαγνητόφωνο καὶ τὴν ἄφησε νὰ γλιστρήσει στὸν φάκελο. Εἶχε ξεκολλήσει τὸ αὐτοκόλλητο ποὺ ἔγραφε: «Guns N᾽ Roses, Use your Ιllusion II». Μὲ κεφαλαῖα γράμματα καὶ ἐπιμέλεια μαθητῆ δημοτικοῦ ἔγραψε στὴ θέση τοῦ παραλήπτη τὴ διεύθυνση τῆς ἀδερφῆς του. Τὴ θέση τῶν στοιχείων τοῦ ἀποστολέα τὴν ἄφησε κενή. Ζύγισε τὸν φάκελο στὰ χέρια του. Τὸν ἔφερε ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ στὸ δεξὶ καὶ πάλι στὸ ἀριστερὸ καὶ πάλι στὸ δεξί. Χωρὶς νὰ σταματήσει τὸ παιχνίδι, σηκώθηκε καὶ βάδισε πρὸς τὴν ἐξώπορτα. Ἤδη ἀπὸ πρίν, ὅσο ἄκουγε τὸν μαγνητοφωνημένο ἑαυτό του, εἶχε ντυθεῖ: παλτό, κασκὸλ καὶ γάντια. Βγῆκε. Περπάτησε ὣς τὸ γραμματοκιβώτιο καί −πρώτη φορὰ μέσα σὲ τρία χρόνια− ἄφησε τὸν φάκελο νὰ πέσει μέσα. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ κλουβί του, εἶχε στὸν λαιμὸ μιὰ γεύση ξινὴ καὶ γλυκιὰ μαζί. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο τὴν ἔβγαλε κάτω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα − πρώτη φορὰ μέσα σὲ τρία χρόνια. Οὔτε ἐργαστήριο οὔτε τίποτα.
Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς σηκώθηκε νωρὶς νομίζοντας (ἐλπίζοντας) πὼς ἦταν Δευτέρα. Πλύθηκε βαρύθυμα. Φόρεσε ὅ,τι βρῆκε πεταμένο δεξιὰ κι ἀριστερά, τράβηξε τὴν πόρτα πίσω του νὰ κλείσει, ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο. Καί, κάνοντας μία ἐξαίρεση στὴ συνήθη διαδρομή του, πέρασε κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα τοῦ Donnington γιὰ νὰ βγεῖ στὸ ποτάμι. Ἡ ὁμίχλη ἦταν πυκνή. Ὑγρασία βάραινε τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων, καὶ καθὼς περνοῦσε ἀπὸ κάτω ἦταν σὰν νὰ ψιχάλιζε. Πρὶν ἀπὸ τὴν τοξωτὴ γέφυρα τοῦ μίλησε ἕνας ἄστεγος. Εἶχε στήσει πρόχειρο παράπηγμα στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ἔκανε πὼς ψάρευε, μὲ μιὰ τριχιὰ γιὰ πετονιὰ καὶ μιὰ ἐφημερίδα γιὰ δόλωμα. Ἴσα ποὺ τὸν διέκρινε.
«Δὲν βλέπεις τὴ μύτη σου σήμερα, φίλε», τοῦ φώναξε.
«Οὔτε τὰ δέντρα ποὺ κλαῖνε», ἀπάντησε αὐτὸς μισοειρωνικά, χωρὶς νὰ σταματήσει νὰ κάνει πεντάλ.
«Οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κλαῖνε», διόρθωσε ὁ ἄστεγος καθὼς ξανάριχνε τὴν τριχιὰ στὰ θολὰ νερά.
Ἡ ἑπόμενη Παρασκευὴ ἦταν bank holiday. Ἀποφάσισε πὼς ἤθελε νὰ δεῖ τὴ Μάγχη νὰ ἀνοίγεται στὸν Ἀτλαντικό. Ξεκίνησε πολὺ νωρὶς τὸ πρωί. Τὰ σύννεφα ἦταν πυκνὰ καὶ ψιλόβρεχε. Ἡ βροχὴ σταμάτησε καθ’ ὁδόν − σὲ μερικὰ σημεῖα ἄνοιξαν τὰ σύννεφα. Ἀποκαλύφθηκε ἡ γῆ τοῦ Ντόρσετ: ἐναλλὰξ στεγνὰ καὶ νοτισμένα μπαλώματα μὲ μέτωπο πρὸς δυσμάς.
altΤὸ Bed & Breakfast ποὺ εἶχε κλείσει γιὰ τὴ διαμονή του −βαμμένο μὲ ἕνα γαλάζιο χρῶμα ποὺ γκρίζαρε ἔντονα, χτισμένο ἀκριβῶς πάνω στὸν δρόμο, στὸ σημεῖο ποὺ περνοῦσε δίπλα στὴ θάλασσα− εἶχε ἕναν μικρὸ κῆπο. Ἦταν στρωμένος μὲ χαλίκια κι εἶχε ἕνα γύψινο ἀγαλματάκι στὴ μέση, ποὺ ἔμοιαζε μὲ γοργόνα. Ἀραιὰ καὶ ποῦ −κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας, καθὼς τὴ νύχτα τὸ μέρος θύμιζε νεκρόπολη− ἔφταναν λεωφορεῖα καὶ πάρκαραν μπροστὰ στὸ παρακείμενο λούνα πὰρκ γιὰ νὰ κατεβάσουν ἐπιβάτες, μετρημένους στὰ δάχτυλα. Ἔμοιαζαν ὅλοι τους συνταξιοῦχοι καὶ σκόρπιζαν γρήγορα εἴτε πρὸς τὰ καταλύματά τους εἴτε πρὸς τὸ μικρὸ καφὲ μὲ τὰ σκαμπὸ ἀπὸ μπαμποὺ εἴτε πρὸς τὸν μόλο.
Τὸ δωμάτιό του, παραδόξως γιὰ δωμάτιο σὲ ἀγγλικὸ οἴκημα, εἶχε μπαλκόνι. Μικρό. Τὸ μπαλκόνι ἔβλεπε στὸ λούνα πάρκ: ξεθωριασμένα χρώματα στὸ καρουσέλ, καλώδια ποὺ κρέμονταν στὰ συγκρουόμενα, σπασμένα λαμπιόνια στὸ ταψί. Ἡ θέα τὸν ἀποσυντόνιζε. Τὸν ἔκανε νὰ θέλει νὰ κλείσει τὰ μάτια του. Στάθηκε γιὰ λίγο στὸ ἄνοιγμα. Ὁ ἥλιος ἔδυε. Προσπάθησε νὰ διακρίνει τὴν ἀπέναντι ἀκτή. Ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιο. Στὸ βάζο τοῦ τραπεζιοῦ ὑπῆρχε μιὰ ἀνθοδέσμη πλαστικὰ λουλούδια. Μόλις τὰ πρόσεξε, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ χαρίσει σὲ κάποιον. Σὲ ὁποιονδήποτε. Βγῆκε νὰ βρεῖ κάτι γιὰ φαγητό. Ἀγόρασε fish ’n’ chips, ἀπὸ τὴν καντίνα στὸν μόλο. Τὰ πλαστικὰ λουλούδια ἦταν ἀκόμα στὸ δωμάτιο ὅταν ἐπέστρεψε.
Κάποια στιγμή, ἀσυναίσθητα, ἄρχισε νὰ μιλᾶ μόνος του. Στὴν ἀρχὴ στ’ ἀγγλικά. Ἔπειτα στὰ ἑλληνικά. Τέλος, σὲ συλλαβιστὰ ρουμάνικα, πρὶν σωπάσει.
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ κατέβηκε στὴν παραλία. Ἔβγαλε τὰ παπούτσια, ἔχωσε τὶς κάλτσες μέσα, δίπλωσε τὰ μπατζάκια δυὸ φορές. Ἄρχισε νὰ βαδίζει στὴν ἄμμο. Προσπέρασε ἕνα μισοχωμένο πολυβολεῖο − γκρίζο ὅσο ἔπιανε τὸ μάτι του. Πλησίασε τὸν μόλο. Τυλιγμένος σὲ κοτετσόσυρμα καὶ ὁμίχλη. Κάτι φιγοῦρες μυρμήγκιαζαν στὸ βάθος. Πλησιάζοντας διέκρινε χλωμὰ μπούτια καὶ χέρια ποὺ μάζευαν ἀπὸ τὴν ἄμμο καρέκλες, σακοῦλες, μιὰ πολύχρωμη ὀμπρέλα. Προσπέρασε. Περπάτησε ὣς τὴν ἄκρη τοῦ μόλου. Τραγουδοῦσε ἕνα παιδικὸ τραγουδάκι. Ἔσυρε τὰ πόδια του στὸ μουλιασμένο ξύλο − γέμισαν ἀκίδες. Κάθισε ὀκλαδὸν καὶ τραβοῦσε τὶς ἀκίδες ἀπὸ τὴ σάρκα τῶν πελμάτων του. Τὸ Στενὸ κατέβαζε ἀέρα. Τυλίχτηκε στὰ ροῦχα του καὶ συνέχισε. Κάποια στιγμή, ἀσυναίσθητα, ἄρχισε νὰ μιλᾶ μόνος του. Στὴν ἀρχὴ στ’ ἀγγλικά. Ἔπειτα στὰ ἑλληνικά. Τέλος, σὲ συλλαβιστὰ ρουμάνικα, πρὶν σωπάσει. Γύρισε νὰ φύγει. Ἡ βροχὴ τὸν ξαναβρῆκε στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὁ ἀέρας τὸν ἔσπρωχνε στὴν πλάτη. Τὸν κυρίευε τὸ γνωστὸ συναίσθημα ἀργιῶν καὶ διακοπῶν, πὼς εἶχε μείνει μακριὰ ἀπὸ τὸ μενοὺ τῆς καθημερινότητάς του λίγο περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἄντεχε τὸ στομάχι του.
Για περισσότερα άρθρα κάντε κλικ εδώ



ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ      

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης