Σάββατο 11 Απριλίου 2015


Για το μυθιστόρημα του Leon Tolstoi Η Ανάσταση (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Κέδρος).
Του Νίκου Ξένιου
Ἀναβήσομαι ἐπὶ τῷ φοίνικι,
Κρατήσω τῶν ὕψεων αὐτοῦ.
(Άσμα ασμάτων)
Η Ανάσταση, το τελευταίο και πιο σκοτεινό μυθιστόρημα του Τολστόι, μιλά μια γλώσσα προσβλητική, αντιλυρική, προκλητική, για να περιγράψει την υποβάθμιση, τη φτώχεια, την αδικία, όλο το φρικιαστικό σκηνικό που λίγα χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στην αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού σκηνικού, για να δώσει την απελπιστική εικόνα μιας ασιατικού τύπου Ρωσίας όπου κυβερνήτες, επιθεωρητές, αστυνομικοί διευθυντές, δυσχεραίνουν τις ανθρώπινες σχέσεις και πλήττουν τη χριστιανική σύλληψη της αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο.


Ο Τολστόι διαπιστώνει πως ο άνθρωπος έχει χάσει την αίσθηση του μέτρου και πως η δυστυχία του άλλου δεν τον αφορά, στο πλαίσιο μιας πρωτοφανούς σκληρότητας, και προτείνει την αγάπη στη θέση των εξουσιαστικών ρόλων. Δημοσιεύει, για πρώτη φορά, το έργο του στο περιοδικό/επιθεώρηση «Νίβα»[1], στα 1899, καταγγέλλοντας τη βαναυσότητα του σωφρονιστικού συστήματος και τον φεουδαλισμό του όψιμου 19ου αιώνα, σοκάροντας τον ορθόδοξο κλήρο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι με τον Πατέρα Σέργιο και τον Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς.
Διελκυστίνδα παθών και ηθικής
Ο μικροφεουδάρχης Ντμίτρι Νεχλιούντοφ αποπλανά κι αφήνει έγκυο τη νεαρή υπηρέτριά του Μάσλοβα. Χρόνια αργότερα, την ξαναβρίσκει κατηγορούμενη για φόνο στο δικαστήριο όπου έχει κληθεί ως ένορκος. Σπαρασσόμενος από τις τύψεις, ο αμφίρροπης ηθικής Νεχλιούντοφ θέτει ως στόχο του να βοηθήσει τη Μάσλοβα, ώστε να εξιλεωθεί και ο ίδιος: αρνείται να παντρευτεί τη μνηστή του για ν’ ακολουθήσει την κατάδικο στη Σιβηρία, ανασύροντας την ερωτόπληκτη και άδολη ματιά της εφηβείας του.
Ο Τολστόι υπηρετεί τη στρατευμένη λογοτεχνία και προαγγέλλει τον Σοσιαλισμό και την πρώτη Επανάσταση του 1905, εμβαπτισμένος, καθώς είναι, στις νέες θεωρίες.
Κάποιες απλές συμπτώσεις, κάποιες απαρατήρητες αμέλειες, μια στιγμιαία ολιγωρία της Δικαιοσύνης -που είναι αδιάφορη απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία- διαγράφουν το περίγραμμα της εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν αυτή είναι κοινωνικά παραγκωνισμένη, καταφρονεμένη. Ο κακομαθημένος αστός, με τη ραστώνη της προκανονισμένης του χρονικότητας και την αμβλυμμένη ηθική του αποκατεστημένου αξιωματικού, και από την άλλη η πόρνη, που, στην προσέγγιση του Τολστόι, είναι προϊόν της ανάλγητης κακομεταχείρισης ενός γόνου της κληρονομικής γαιοκτησίας, και όχι, όπως υποστηρίζει ο φαιδρός αντιεισαγγελέας, προϊόν κληρονομικής επιβάρυνσης του ήθους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Τολστόι υπηρετεί τη στρατευμένη λογοτεχνία και προαγγέλλει τον Σοσιαλισμό και την πρώτη Επανάσταση του 1905, εμβαπτισμένος, καθώς είναι, στις νέες θεωρίες.
Η ανθρώπινη ψυχή ν’ αναστηθεί, όχι να συντριβεί
Για ν’ αντιπαραθέσει δυο εκδοχές ηθικής, ο Τολστόι επιλέγει το πρωϊνό της ανάστασης σε μιαν επαρχιακή εκκλησία και εκεί «ακινητοποιεί» την τελευταία εικόνα εφηβικής αγνότητας, που όμως στοιχειώνει στη συνείδηση του Νεχλιούντοφ. Ο διεφθαρμένος, λεπταίσθητος και εγωκεντρικός ήρωας βρίσκει στη σφαίρα της θρησκείας τις απαντήσεις στα ερωτήματά του: εάν η χριστιανική πίστη υπαγορεύει στον άνθρωπο να μην αντιστέκεται στο Κακό, τότε τα δικαστήρια, που στόχο έχουν την καταπολέμηση του Κακού, δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν. Η ανάγνωση που κάνει ο Τολστόι στην Καινή Διαθήκη είναι ενορατική και εστιάζει στο Ευαγγέλιο Κατά Λουκά 6:37-39: «Μην κρίνεις ίνα μην κριθείς». Με ιδιαίτερη ειρωνεία παρουσιάζει τη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου φθάνοντας στο σημείο να καυτηριάσει την άποψη περί μετουσίωσης του σώματος και αίματος Χριστού κατά τη Θεία Λειτουργία. Την περικοπή αυτή την είχε αφαιρέσει η ρωσική λογοκρισία κατόπιν επέμβασης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου, που άλλωστε αφόρισε τον συγγραφέα. Το πλήρες κείμενο της Ανάστασης του Τολστόι εκδόθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ λαθραία αντίτυπά της έφτασαν στη Ρωσία.
Με ιδιαίτερη ειρωνεία παρουσιάζει τη διεξαγωγή της δίκης ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου φθάνοντας στο σημείο να καυτηριάσει την άποψη περί μετουσίωσης του σώματος και αίματος Χριστού κατά τη Θεία Λειτουργία. Την περικοπή αυτή την είχε αφαιρέσει η ρωσική λογοκρισία κατόπιν επέμβασης της ρωσικής Ιεράς Συνόδου, που άλλωστε αφόρισε τον συγγραφέα.
Ο ασκητισμός, η μη αντίσταση στο κακό, τα έκδηλα σημάδια απαισιοδοξίας, η πεποίθηση πως «όλα είναι ένα τίποτε, ένα υλικό τίποτε». Κυριαρχεί η πίστη στο «πνεύμα», στην «αρχή των πάντων», ενώ ο άνθρωπος, σε σχέση με αυτήν την αρχή, δεν είναι παρά ένας «εργάτης… που του παραχωρήθηκε το καθήκον να σώσει την ψυχή του». Η απαισιοδοξία, η απουσία αντίστασης, οι επικλήσεις στο «πνεύμα», σφυρηλατούν μια ιδεολογία πολύ γνωστή την εποχή εκείνη όπου όλη η παλιά τάξη των πραγμάτων «είχε ανατραπεί συθέμελα» και οι μάζες, που γαλουχήθηκαν με την δουλοπαροικία και την παράδοση δεν είναι σε θέση να διακρίνουν το είδος της νέας τάξης που διαμορφώνεται.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για την αντίληψη πως ολόκληρο το σύστημα ρύθμισης της δικαιοσύνης και διακυβέρνησης των ανθρώπινων κοινωνιών είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα κτισμένο σε κινούμενη άμμο. Πως η τελική επιλογή τίθεται μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου Νόμου. Η απόλυτα γραφειοκρατική δομή της ρωσικής κοινωνίας ανάμεσα στο 1861 και το 1905 που καθρεφτίζεται στο έργο του Τολστόι εκφράζει μια παρακμάζουσα αστική τάξη πραγμάτων. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει μόνο την άποψη των «αιώνιων» αρχών της ηθικής και της αιώνιας αλήθειας της θρησκείας κι επιχειρεί τον καυτηριασμό της ιδεολογίας της παλιάς, φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων. Εννοείται πως κριτικά στοιχεία είναι ενσωματωμένα στην ουτοπική θεωρία του Τολστόι, όπως ακριβώς και σε πολλά ουτοπικά συστήματα. Τότε όμως τα κριτικά στοιχεία της θεωρίας του Τολστόι είχαν κάποιαν πρακτική αξία για μερικά τμήματα του πληθυσμού, παρά τα αντιδραστικά και ουτοπικά τους χαρακτηριστικά. Όταν ακούγεται ο ήχος της καμπάνας στη σκηνή του πορθμείου, άλλοι σταυροκοπιούνται και άλλοι όχι: στην αυστηρή κριτική του χριστιανού αμαξά ο άθεος γέρο-παγανιστής απαντά: «Για δείξ’ τον μου, πού είναι; Ο Θεός σου, ντε!». Το αναρχο-χριστιανικό χαρμάνι στον επίλογο της Ανάστασης είναι χαρακτηριστικό της μεγαλοφυḯας.[2]
 alt
    Ο Leon Tolstoi
Κριτικός ρεαλισμός και θρησκευτικό συναίσθημα
Γλυκύτητα, λοιπόν, και φως, στη θέση του ονείδους και της ηθικής σύγχισης. Ο μεγάλος μυθιστοριογράφος υιοθετεί το τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο και τη ματιά του παντόπτη/παντογνώστη, περιδιαβάζοντας με άνεση στις εσώτερες σκέψεις και τα κίνητρα των προσώπων του και κάνοντας άμεση κριτική αποτίμησή τους. Ο συγγραφέας, έχοντας λάβει μέρος στη μεγάλη απογραφή πληθυσμού του 1882, έχει αναπτύξει αντιεξουσιαστική αντίληψη για τα πράγματα. Σεβάσμιος γέροντας, με αποφαντικό και μαγικό λόγο, καταγράφει με ακρίβεια κινηματογραφική τις συνθήκες ζωής στις ίζμπες[3] των μουζίκων, όπου στριμώχνονται υποταγμένοι με ανυπότακτους, στα κελιά των φυλακών, όπου συναγελάζονται επιφυλακτικοί μουζίκοι με δουλοπρεπείς θρησκόληπτες γριές, στα ιδιαίτερα δωμάτια των κατηγόρων, όπου συναποφασίζουν δίκαιοι με αδίκους στα μπουντουάρ των κυριών, όπου συζητούν ευφυείς με αδαείς. Η ματιά του τυπικού αγρότη γοητεύει τον Τολστόι της ωριμότητας, καθώς η αντίληψή του για τον κόσμο αποβάλλει το περιττό και προβαίνει σε γενικεύσεις χαρακτηριστικές ενός γέροντα: «όπως η κοπριά γίνεται σπόρος, ο σπόρος πουλερικό, ο γυρίνος βάτραχος, η κάμπια πεταλούδα, το βελανίδι βελανιδιά, έτσι κι ο άνθρωπος δεν εξαλείφεται, απλώς μεταβάλλεται».
Ο Τολστόι είναι ηθικολόγος και διδακτικός, στηλιτεύει την επιείκεια έναντι του εαυτού μας και θέτει αυστηρούς κανόνες μετάνοιας και αποκατάστασης του Καλού.
Η βάσανος των αλληλοσυγκρουόμενων κινήτρων καταγράφεται επακριβώς, και αμέσως μετά ακολουθεί κριτικό σχόλιο του συγγραφέα, που δεν αφήνει στον αναγνώστη το παραμικρό περιθώριο παρερμηνείας. Ο Τολστόι είναι ηθικολόγος και διδακτικός, στηλιτεύει την επιείκεια έναντι του εαυτού μας και θέτει αυστηρούς κανόνες μετάνοιας και αποκατάστασης του Καλού. Στον χαρακτήρα της Μάσλοβα αποδίδει την banalité και vulgarité που αρμόζει, διατηρώντας ακμαία τη δροσιά της γνησιότητας, ενώ στον χαρακτήρα του Νεχλιούντοφ τη χυδαιότητα και την κοινοτοπία συγκαλύπτουν η προσποίηση και η αυταρέσκεια.
Γιάσναγια Πολιάνα
Ο Τολστόι γεννήθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα το 1828 και από το 1844 ως το 1847 σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν. Προσπάθησε να βρει το αληθινό νόημα του Χριστιανισμού, πιστεύοντας πως σκοπός της ζωής δεν είναι να εξυπηρετεί την κατώτερη ζωική φύση, αλλά τη φωτεινή δύναμη, που βρίσκεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και βοηθά τον άνθρωπο ν’ αναγνωρίζει το αγαθό. Κατάφερε ν' απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα. Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Αρχικά δημοσίευσε τα Εφηβικά χρόνια στο ριζοσπαστικό περιοδικό «Σύγχρονος». Ο αποτροπιασμός του για τις φρικαλεότητες του πολέμου της Κριμαίας αποτυπώθηκε στα Διηγήματα της Σεβαστούπολης (1855-1859). Στα 1860 γνωρίζει προσωπικά τον Προυντόν στο Παρίσι. Το 1855 πηγαίνει στην Πετρούπολη, όπου συνεργάζεται με το περιοδικό «Σύγχρονη Επιθεώρηση» και γνωρίζεται με τον Νεκράσοφ, τον Τουργκένιεφ, τον Τσερνισέφσκι κ.ά. Είναι μια περίοδος λογοτεχνικών πειραμάτων και ιδεολογικών αναζητήσεων, ενώ ήδη, στα διηγήματά του εκείνης της περιόδου, εμφανίζεται η απέχθειά του προς την κοινωνική αδικία και την αστική υποκρισία Από το τέλος της δεκαετίας 1850-1860 εγκαταστάθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα, όπου ίδρυσε σχολείο για τα αγροτόπαιδα και ίδρυσε το περιοδικό «Γιάσναγια Πολιάνα».
Το 1863 ολοκλήρωσε το διήγημά του Οι Κοζάκοι, στο οποίο απεικόνισε τη ζωή στον Καύκασο. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος Πόλεμος και Ειρήνη (στο οποίο αρχικά είχε δώσει τον τίτλο: 1805,δημοσιεύοντάς τον στον «Ρωσικό Μηνύτορα»). Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Στην Άννα Καρένινα (1873) αποτυπώνεται η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής. Τα τελευταία του έργα -πλην των δοκιμίων του- στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη, τρόπον τινά αιρετική θρησκευτικότητά του είναι Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς (1886), Η σονάτα του Κρόιτσερ (1887-9), Ο Διάβολος (1889-90), Αφέντης και δούλος (1895) και Η Ανάσταση (1899).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] «Αγρός»
[2] «…Η μόνιμη αντιγνωμία σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με τους κακοποιούς τώρα πια δεν τον απασχολούσε ( τον Νεχλιούντοφ). Η αντιγνωμία αυτή θα ήταν άνευ νοήματος αν είχε αποδειχθεί ότι η τιμωρία μειώνει το έγκλημα και διορθώνει τους εγκληματίες. Όταν όμως έχει αποδειχθεί το εντελώς αντίθετο, κι είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι στο χέρι κάποιων ανθρώπων να αναμορφώσουν κάποιους άλλους, τότε το μόνο λογικό που μπορείτε να κάνετε είναι να πάψετε να πράττετε κάτι που είναι όχι μόνον ανώφελο, αλλά που είναι και επιβλαβές, κι επιπλέον, ανήθικο κι απάνθρωπο.» (Ανάσταση, μτφρ. Ελένης Μπακοπούλου, Αθήνα, «Κέδρος», 2014, σελ. 620).
[3] καλύβες
altΗ Ανάσταση
Leon Tolstoi
Μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
Κέδρος 2014
Σελ. 634, τιμή εκδότη € 25,00









πηγη

Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας.......  κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους 


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΓΕΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ



Στηρίξτε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ ε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ 

ΠΗΓΗ


Ο Κώστας Μητρόπουλος σατιρίζει την επικαιρότητα από τα Νέα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης