Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016


Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μια ώρα μετά το ηλιοβασίλεμα, με τις δυο ομάδες μας τώρα μαζί, ανεβαίναμε μια απότομη γιδόστρατα που μόλις διακρινόταν. Καβάλα σε ένα μουλάρι στη μέση της γραμμής, τυλιγμένος με το χακί αστυνομικό παλτό του Στρατή για να αντέξει το κρύο, και με τον Μανώλη δίπλα του βρισκόταν ο στρατηγός ή μάλλον ο Θεόφιλος: Οι λέξεις «Κράιπε» ή «στρατηγός» είχαν απαγορευτεί ήδη από την Κασταμονίτσα. Ο Μπίλι μού είπε ότι είχαν σημάνει συναγερμό για κινήσεις Γερμανών στη διάρκεια της ημέρας και είχαν αλλάξει κρυψώνα: Μήπως ήμασταν εγώ με τον Γιώργο; Είχαν καταφέρει να κοιμηθούν λιγάκι.


Ο στρατηγός, είπαν όλοι, ήταν ήρεμος και συνεργάσιμος. Η μεγαλύτερη ανησυχία του, που μου μετέφερε κι εμένα στην πρώτη μας στάση για τσιγάρο ανάμεσα στα βράχια, ήταν η απώλεια του Σταυρού των Ιπποτών. Του είπα ότι μάλλον είχε πέσει την ώρα της πάλης. Ίσως κάποιος να τον είχε μαζέψει την ώρα που εξαφάνιζαν τα ίχνη, και σε αυτή την περίπτωση θα φρόντιζα να του επιστραφεί, και με ευχαρίστησε. Σχετικά με τις προκηρύξεις, τις οποίες του μετέφρασα, είπε: «Δεν φαντάζομαι βέβαια να περιμένατε ότι ο συνάδελφός μου ο Μπράουερ θα έμενε άπραγος μαθαίνοντας για... την αρπαγή μου;».
Ήταν ένας βαρύς, γεροδεμένος άντρας, αλλά όχι παχύς. Φορούσε, και ήταν ατυχία του αυτό για την πορεία που μας περίμενε, την ίδια ελαφριά γκρίζα στολή που φορούσαμε κι εμείς, με το φαρδύ παντελόνι του σκι των ορεινών στρατευμάτων και, ευτυχώς, χοντρές ορειβατικές αρβύλες. Πάνω από την αριστερή τσέπη του στήθους είχε ένα σωρό διακριτικά, τον αετό της Βέρμαχτ στα δεξιά, τον Σιδηρούν Σταυρό 1ης Τάξεως.
«Όχι, αλλά οι Γερμανοί δεν θα μας πιάσουν». (Ακούμπησα τον κορμό μιας πουρναριάς που βρισκόταν εκεί δίπλα, καλού κακού.) «Οι Κρητικοί είναι όλοι με το μέρος μας, ξέρετε». «Ναι, το βλέπω αυτό. Και, φυσικά, έχετε πάντα κι εμένα». «Μάλιστα, στρατηγέ, έχουμε πάντα κι εσάς». Σε κάποια άλλη τέτοια στάση είπε αναστενάζοντας σχεδόν, σαν να μονολογούσε: «Post coitum triste». Με εξέπληξε αυτό το σχόλιο και του είπα ότι μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, και αρκετά μακριά του, είχαμε συμφωνήσει με τον Μπίλι ότι αυτή ακριβώς η φράση περιέγραφε τέλεια το σύντομο αίσθημα κενού που μας είχε καταλάβει μετά την απαγωγή. «Εσείς δεν έχετε πρόβλημα, ταγματάρχα» είπε ο στρατηγός. «Σας περιμένουν στρατιωτικές δόξες, φαντάζομαι. Αλλά εμένα όλη μου η καριέρα διαλύθηκε. Ο πόλεμος τελείωσε για μένα, όπως είπατε. Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις είχε φτάσει η προαγωγή μου σε αντιστράτηγο!» Το βαρύ του πρόσωπο –είχε ένα εντυπωσιακό πεταχτό πιγούνι, γκρίζα ίσια μαλλιά κομμένα πολύ κοντά στα πλαϊνά αλλά αρκετά μακριά ώστε να πέφτουν στο μέτωπό του και γαλάζια μάτια– φαινόταν σκυθρωπό και θλιμμένο. «Μακάρι να μην είχα έρθει ποτέ σ' αυτό το καταραμένο νησί». Γέλασε πικρά. «Θα ήταν, υποτίθεται, μια ωραία αλλαγή μετά το ρωσικό μέτωπο...»
Γελάσαμε και οι δύο. Όλα αυτά ήταν απίστευτα. Ήταν ένας βαρύς, γεροδεμένος άντρας, αλλά όχι παχύς. Φορούσε, και ήταν ατυχία του αυτό για την πορεία που μας περίμενε, την ίδια ελαφριά γκρίζα στολή που φορούσαμε κι εμείς, με το φαρδύ παντελόνι του σκι των ορεινών στρατευμάτων και, ευτυχώς, χοντρές ορειβατικές αρβύλες. Πάνω από την αριστερή τσέπη του στήθους είχε ένα σωρό διακριτικά, τον αετό της Βέρμαχτ στα δεξιά, τον Σιδηρούν Σταυρό 1ης Τάξεως – που είχε κερδίσει στη μάχη του Βερντάν, χαμηλά στο στήθος, αλλά δεν έφερε στο αριστερό μπράτσο ασπίδα με τον χάρτη της Κριμαίας όπως όλοι οι υπόλοιποι της Μεραρχίας της Σεβαστουπόλεως, τους οποίους διοικούσε μέχρι πριν από λίγες ώρες. Τα κόκκινα διακριτικά και τα χρυσά φύλλα βελανιδιάς άστραφταν ολοκαίνουργια. Ούτε γυάλινο μάτι ούτε ουλές από μονομαχίες. Ήταν ο δέκατος τρίτος γιος ενός λουθηρανού πάστορα από το Ανόβερο και επαγγελματίας στρατιώτης ως το μεδούλι. Πρέπει να διέθετε, σε περιβάλλοντα που του επέτρεπαν να την επιδείξει, μια παρουσία στιβαρή και επιβλητική.
Τα ξημερώματα βγήκαμε από το μονοπάτι και στριμωχτήκαμε στο στρωμένο με κλαριά δάπεδο ενός παλιού καλυβιού για βοσκούς. Η φωτιά στη μέση φώτιζε ένα κωνικό πέτρινο ιγκλού, όλο ιστούς αράχνης και καπνιά, με ράφια γεμάτα κεφάλια τυριού σαν μικρές μυλόπετρες ολόγυρα και σακούλια που έσταζαν τυρόγαλα. Εγώ με τον Γιώργο είχαμε να κοιμηθούμε από το Σκαλάνι, αν εξαιρέσουμε μια ώρα όλο διακοπές από τα πηγαινέλα στο ντιβάνι που βρισκόταν στο καθιστικό του ιερέα.
altΣηκωθήκαμε και πάλι όλοι μας την αυγή και συνεχίσαμε την πορεία μας. Την ώρα που έσκαγε το πρώτο φως, μας χαιρέτησε κάποιος από έναν βράχο που προεξείχε ψηλότερα: Ήταν ένας από τους φρουρούς του Μιχάλη Ξυλούρη, που καθόταν με ένα όπλο ακουμπισμένο στα γόνατά του. Αμέσως άρχισε να κατεβαίνει χοροπηδώντας την πλαγιά, άφησε το όπλο του στην άκρη και άρχισε να αγκαλιάζει εμένα, τον Μπίλι, τον Μανώλη και τον Γιώργο και ίσα που πρόλαβε να σταματήσει μπροστά στον έκπληκτο στρατηγό. Ήταν ένας από τους επίτιμους κουμπάρους μου, ο Κώστας Κεφαλογιάννης, γύρω στα δεκαεννιά, ευκίνητος και άγριος, με το μαυρισμένο δέρμα του, τα τεράστια πράσινα μάτια του και τα κατάλευκα δόντια του, θύμιζε νεαρό πάνθηρα.
Κι άλλοι σκοποί είχαν έρθει κοντά μας βγαίνοντας από τις κρυψώνες τους και σύντομα ήμασταν στη σπηλιά του Ξυλούρη, τριγυρισμένοι από αντάρτες που μας υποδέχονταν. Ο Μιχάλης ήταν ο καπετάνιος, ο ηγέτης των Ανωγείων, μετά τον Στεφανογιάννη, και όλες οι οικογένειες των Ανωγείων –Δραμουντάνης, Κεφαλογιάννης, Χαιρέτης, Σμπώκος, Σκουλάς, Μανούρας, Μπρέτζος, Καλλέργης και πολλοί άλλοι– αντιπροσωπεύονταν εδώ, και ήταν όλοι οπλισμένοι σαν αστακοί. Ο Μιχάλης, με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του, τα χιονάτα του μαλλιά και το μουστάκι και τη λευκή του κάπα από δέρμα κατσίκας, ήταν ένας από τους καλύτερους και πιο αξιόπιστους ηγέτες της Κρήτης. Μετά τις επίσημες συστάσεις έγινε πλέον γνωστό πού βρίσκονταν ο στρατηγός και οι απαγωγείς του.
Εδώ, κάτω από τη φιλόξενη φτερούγα του Μιχάλη, είχαν βρει καταφύγιο και τρεις εύθυμοι άγγλοι συνάδελφοι. Ο Τζον Χάουσμαν, νεαρός υπολοχαγός, ο Τζον Λιούις, με πλούσια γενειάδα και βαριά άρβυλα, και, σαν από θαύμα, ο ασυρματιστής του Τομ Ντανμπάμπιν με το μηχάνημά του. Ενήμερος, όπως και όλοι οι άλλοι σταθμοί του νησιού, μέσω Καΐρου, για τα μηνύματα που είχα στείλει στον Σάντι, ο Τομ είχε στείλει τον ασύρματό του στον Ψηλορείτη για να μας βοηθήσει. Σαν από θαύμα, τα προβλήματα επικοινωνίας μας είχαν ξαφνικά λυθεί. Έγραψα όλο χαρά ένα σήμα, ανακοινώνοντας τα νέα, καλώντας το BBC και τη RAF να αναλάβουν δράση και ζητώντας ένα σκάφος σε οποιαδήποτε ακτή το Ναυτικό έβρισκε προτιμότερη στα νότια του Ψηλορείτη. Με λίγη τύχη θα είχαμε σύντομα ένα χρονοδιάγραμμα για το Κάιρο. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε εδώ, να κανονίσουμε τα πράγματα με την ησυχία μας, να διασχίσουμε τον Ψηλορείτη, να κατεβούμε προς τη θάλασσα και να φύγουμε. Αν ήμασταν τυχεροί, η ανακοίνωση του BBC και οι προκηρύξεις της RAF θα είχαν πείσει τον εχθρό ότι είχαμε ήδη φύγει και η αντίσταση που θα συναντούσαμε θα ήταν συμβολική ή ακόμα και ανύπαρκτη.
Αν άφηναν πίσω τους τον οδηγό να τον βρουν οι Γερμανοί, όλο το σχέδιο, και το παραμύθι της μη συμμετοχής των ντόπιων, θα τιναζόταν στον αέρα. Όλη η περιοχή θα περνούσε διά πυρός και σιδήρου. Αν έμεναν μαζί του, θα τους έπιαναν κι αυτούς. Μόνο μια λύση υπήρχε.
Ήταν μια μέρα συναντήσεων. Από τα κιάλια φάνηκαν τέσσερις φιγούρες να έρχονται από τα ανατολικά: οι δύο Αντώνηδες, ο Γρηγόρης και ο Νίκος. Αλλά ο οδηγός δεν ήταν μαζί τους. Με κατέκλυσε ανησυχία. Πήγαμε όλοι –η ανασυγκροτημένη ομάδα της απαγωγής δηλαδή– παραπέρα, ανάμεσα στα βράχια. «Δεν ήταν καλά τα πράγματα, κύριε Μιχάλη» μου εξήγησε ο Αντώνης Ζωιδάκης, παραδίδοντάς μου ένα γερμανικό ατομικό βιβλιάριο και μερικές ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Ο Άλφρεντ, ο οδηγός, ήταν ακόμη παραζαλισμένος, ο κακομοίρης. Περπατούσε με ρυθμούς χελώνας. Τον κουβαλούσαν σχεδόν σε όλη τη διαδρομή μέσα από την πεδιάδα προς τους πρόποδες. Το απόγευμα όμως είχε ξεκινήσει το κυνηγητό: Φορτηγά με στρατιώτες έφταναν σε όλα τα χωριά στις ανατολικές πλαγιές των βουνών και άρχισαν να ανεβαίνουν στους πρόποδες σε ανοιχτό σχηματισμό. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο. Αν άφηναν πίσω τους τον οδηγό να τον βρουν οι Γερμανοί, όλο το σχέδιο, και το παραμύθι της μη συμμετοχής των ντόπιων, θα τιναζόταν στον αέρα. Όλη η περιοχή θα περνούσε διά πυρός και σιδήρου. Αν έμεναν μαζί του, θα τους έπιαναν κι αυτούς. Μόνο μια λύση υπήρχε. Ο εχθρός ήταν πολύ κοντά για να διακινδυνεύσουν να πυροβολήσουν: πώς λοιπόν; Ο Αντώνης έγειρε μπροστά με ένταση, ακούμπησε το ένα χέρι στη σκαλιστή αλαβάστρινη λαβή του στιλέτου του και με το άλλο χέρι έκανε τη χαρακτηριστική χειρονομία ότι του έκοψαν τον λαιμό. «Σε μια στιγμή. Πολύ γρήγορα». «Δεν κατάλαβε τίποτα» είπε κάποιος άλλος. Εκεί κοντά υπήρχε μια χαράδρα και ένα σωρό πέτρες. Δεν θα τον έβρισκαν ποτέ. «Κρίμα, φαινόταν μια χαρά άνθρωπος, παρόλο που ήταν Γερμανός».
Αυτά τα νέα ήταν τρομερά. Τώρα μας είχε πλακώσει η σιωπή της ενοχής, που την έσπασε τελικά ο Μανώλης. «Μην το σκέφτεστε! Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Θυμηθείτε λίγο τι έχουν κάνει αυτοί οι διαβόλοι στην Κρήτη, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αγγλία!» Όπως ήταν αναμενόμενο, επανέλαβε την παροιμία με τα σφαχτά και τον γάμο. Σηκωθήκαμε όλοι. Τους είπα ότι έκαναν το μόνο πράγμα που μπορούσε να γίνει, και ήταν αλήθεια.
Έπειτα από μία ώρα προσπαθειών να στείλει το κωδικοποιημένο μήνυμα, ο ασυρματιστής ανακάλυψε ότι κάποιο ζωτικό εξάρτημα του μηχανήματος είχε χαλάσει. Ένα εξάρτημα, επιπλέον, για το οποίο δεν υπήρχε ανταλλακτικό στην Κρήτη.
Έπειτα από μία ώρα προσπαθειών να στείλει το κωδικοποιημένο μήνυμα, ο ασυρματιστής ανακάλυψε ότι κάποιο ζωτικό εξάρτημα του μηχανήματος είχε χαλάσει. Ένα εξάρτημα, επιπλέον, για το οποίο δεν υπήρχε ανταλλακτικό στην Κρήτη. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί μόνο διά θαλάσσης –όπως το δικό μας πρόβλημα– ή με αλεξίπτωτο. Και οι δύο αυτές λύσεις, βεβαίως, μπορούσαν να κανονιστούν μόνο με ασύρματη επικοινωνία. Επρόκειτο για φαύλο κύκλο.
Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο πρώτος αγγελιοφόρος που είχαμε στείλει στον Τομ, αναγγέλλοντας ότι κανένας στα νότια δεν γνώριζε πού βρισκόταν ο Τομ. Μας είχε στείλει τον ασύρματό του και είχε εξαφανιστεί – κρυβόταν πολύ άρρωστος με ελονοσία. Υπήρχαν δύο άλλοι σταθμοί στην επαρχία του Ρεθύμνου, πολύ μακριά, στα βορειοδυτικά, αλλά μονάχα ο Τομ γνώριζε πού βρίσκονταν. Ούτως ή άλλως, με την αναταραχή που επικρατούσε τώρα, δεν θα έμεναν στη θέση τους. Ο αγγελιοφόρος μας ενημέρωσε επίσης ότι στρατεύματα κινούνταν στο Τυμπάκι, στις Μέλαμπες, στο Σπήλι και στους Αρμένους: Στήλες σκόνης σηκώνονταν προς τον Ψηλορείτη από τη γεμάτη φρουρές πεδιάδα της Μεσσαράς. Αναγνωριστικά αεροπλάνα σκορπούσαν προκηρύξεις στους νότιους πρόποδες. Ένας αγγελιοφόρος από τα Ανώγεια μας ανέφερε παρόμοιες κινήσεις του εχθρού στον βορρά: στρατεύματα που ξεχύνονταν από φορτηγά στους πρόποδες του βουνού φτάνοντας στα δυτικά ως τη μονή Αρκαδίου (ξακουστό καταφύγιο για όλους μας, ώσπου το ανατίναξαν), όπου τα γερμανικά στρατεύματα βομβάρδιζαν τον ηγούμενο Διονύσιο και τους μοναχούς με την ίδια ερώτηση που έκαναν παντού: Πού βρίσκεται ο στρατηγός Κράιπε; Ως τώρα όμως, και παρόλο που δεν θα το περίμενε κανείς από τους Γερμανούς, είχε υπάρξει λίγη βία, λίγες συλλήψεις, κανένας πυροβολισμός. Υπήρχε μια αμυδρή ελπίδα.
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας.......  κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους 


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Η ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στηρίξτε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ ε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ 

ΠΗΓΗ


Η Γελοιογραφία της Ημέρας από τον Kyr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης