Σάββατο 26 Μαρτίου 2016



Της Κατερίνας Παπαντωνίου
Χθες βράδυ, λίγο μετά τις δέκα, βγήκε στη βεράντα για να καπνίσει φορώντας μια καμηλό ρόμπα σφιχτά δεμένη γύρω από τη μέση. Περισσότερη σημασία έδινε στη μυρωδιά του σπιτιού και τo λευκό των καναπέδων, ούτε τα αρωματικά κεριά, έλεγε, ούτε ο απορροφητήρας κάνουν δουλειά, παρά την υγρασία που σου κάθεται χειμωνιάτικα στα κόκκαλα. Το φεγγάρι άστραφτε ιοβόλο στα απέναντι κλειστά παράθυρα. Έσβησε τη γόπα στο πλατύφυλλο που κάλυπτε τη δυτική πλευρά του μπαλκονιού. Το είχε φυτέψει η Βικτώρια, γι’ αυτό υπέθετε πως είχε θεριέψει τόσο πολύ κι αγκάλιαζε σφιχτά, όπως εκείνη, ολόκληρο το διαχωριστικό τοίχο. Δύο αδέλφια ζούσαν στο διπλανό διαμέρισμα, δύο γερόντια τα οποία δεν μοιράζονταν σχεδόν τίποτα. Ο κύριος Νεκτάριος έβγαινε να καπνίσει στο πίσω, στενό μπαλκόνι της κουζίνας, παρέα με τον Μέφη, έναν κόκκινο κεραμιδόγατο· η γριά στο μπροστινό με τη χοντρή, βραδυκίνητη σιαμέζα – Στόλη τη φώναζε. 

Τα φώτα των αυτοκινήτων από τη λεωφόρο διαχέονταν στους τοίχους, το πλατύφυλλο έστελνε πίσω το φως που έπεφτε πάνω του και οι κόρνες των αυτοκινήτων συλλάβιζαν ρυθμικά: έλα, έλα, απόψε.


Μετάνιωσε που άφησε το αποτσίγαρο στη γλάστρα της Βικτώριας, ξαναβγήκε στη βεράντα, κι όπως αφηρημένα το 'ψαχνε με τα ακροδάχτυλα, κάτι ζωντανό, μικρό μα αόρατο, κάρφωσε με δύναμη τον καρπό. Τινάχθηκε αμέσως, λίγο αίμα είδε μες τη νύχτα. Ενστικτωδώς το έγλειψε και κοίταξε γύρω. Τα φώτα των αυτοκινήτων από τη λεωφόρο διαχέονταν στους τοίχους, το πλατύφυλλο έστελνε πίσω το φως που έπεφτε πάνω του και οι κόρνες των αυτοκινήτων συλλάβιζαν ρυθμικά: έλα, έλα, απόψε. Παρόλο που εκείνο το διάστημα έπαιρνε αργά αποφάσεις και κοιμόταν νωρίς, σε μισή ώρα στεκόταν στην πόρτα. Έλεγξε στον ολόσωμο καθρέφτη τα κομψά μαύρα παπούτσια, στερέωσε καλύτερα στη μέση το στενό τζιν, πάνω από το μαύρο κασμιρένιο πουλόβερ κούμπωσε ένα ζεστό μπουφάν με μαύρα σιρίτια και χρυσές αγκράφες· ήταν στα όρια του κομψού και του χυδαίου. Η εμφάνιση ήταν νεανική αλλά αυτό δεν είχε σημασία απόψε ή, μάλλον, αυτό είχε σημασία.
Μόλις βγήκε στην Πατησίων άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, χαμογέλασε στ’ αυτοκίνητα κι άνοιξε το βήμα. Ήξερε ότι αρκετοί θα προσέξουν τους μηρούς που διαγράφονταν μέσα από το στενό τζιν. Πιο κάτω, χάζεψε για λίγο τις αφίσες στην Αελλώ, έπαιζε τρεις αδιάφορες ταινίες. Στα σκοτάδια της Αελλώ είχε παλιότερα αρπάξει πολλά φιλιά και ψυχές. Τα μελαχρινά χείλη της μικρής Χριστίνας, τα θυμόταν, τα μάτια της, όμως, δεν τα θυμόταν κι ας την είχε τρία χρόνια προστατευόμενη στη δουλειά. Δεν πειράζει, μονολόγησε. Αγόρασε από το περίπτερο έναν φούξια αναπτήρα. Ήξερε τη σημασία του χρώματος στο δοκιμασμένο τέχνασμα να τραβάει το βλέμμα ανάβοντας τσιγάρο. Έστριψε αριστερά στην Χέιδεν, προχώρησε στα πλατύ πεζοδρόμιο της Μαυροματαίων. Αγαπούσε εκείνη την παράκαμψη όπου τα δέντρα γέρνουν προς τα διώροφα παλιά σπίτια με τις σιδερένιες εξώπορτες και τα γύψινα στολίδια, τις ευρύχωρες, αστικές πολυκατοικίες του πενήντα, στους περαστικούς που περπατούν βιαστικά ή διστακτικά λίγο πριν χαθούν στο Πεδίον του Έρωτος.
Φίλοι και συμμαθητές από τα έντεκα, κούνησε το κεφάλι, συνεταίροι από τα τριάντα, εραστές, όχι, ποτέ, ίσως δεν πρόλαβαν.
Διέσχισε την υποφωτισμένη Αλεξάνδρας, ασχεδίαστα περπάτησε τη Μετσόβου μέχρι την Μπουμπουλίνας κι ο δρόμος, σαν κυλιόμενος διάδρομος, σταμάτησε αυτόματα στο σακατεμένο πατρικό του Χάρη. Φίλοι και συμμαθητές από τα έντεκα, κούνησε το κεφάλι, συνεταίροι από τα τριάντα, εραστές, όχι, ποτέ, ίσως δεν πρόλαβαν. Πρόλαβαν, ωστόσο, να παίξουν πολλές φορές μπάλα στο ψηλοτάβανο καθιστικό της Μπουμπουλίνας έχοντας ως τέρμα, από τη μία μεριά, το καβαλέτο με τη μάλλον εξπρεσιονιστική προσωπογραφία της μητέρας του Χάρη, η οποία συχνά απουσίαζε σε κομματικές υποχρεώσεις, κι από την άλλη μεριά, τη βιβλιοθήκη του παππού Χατζηιακώβου. 




Η βιβλιοθήκη δεν κινδύνευε να σωριαστεί στο πάτωμα, όπως η μητέρα του Χάρη μαζί με το καβαλέτο. Ποτέ δεν τόλμησε να αποκαλύψει στην κυρία Ελισάβετ πόσες φορές την μάζεψε από κάτω.
Κρατήθηκε για λίγο από τα θολά μάτια, προτού μπει στο GALAXY, τη μηχανή του χρόνου που έπαιζε κρυφτό με τον Κολοκοτρώνη στην απέναντι μεριά της Σταδίου. Ήθελε ν΄ απολαύσει τον καπνό που με τα χρόνια είχε αράξει στους καθρέφτες, την ξύλινη ταπετσαρία, το μαξιλάρι της μπάρας, να δροσιστεί από αλκοολούχα παγάκια.
Στην άγρια ερημιά της Στουρνάρη, όπου ακόμα κι οι λαθρέμποροι τσιγάρων απουσίαζαν, αποφάσισε να συντομεύσει τη διαδρομή αποφεύγοντας καινούργιες παρακάμψεις. Διακεκομμένα τραγούδια ακούγονταν από τις πόρτες που μισάνοιγαν, προσπέρασε μισοσβησμένες στοές, μέχρι να φτάσει στην Ομήρου. Μια παλιά επιτυχία ακούστηκε,Some of them want to use you/ Some of them want to get used by you/ Some of them want to abuse you /Some of them want to be abused. Δυο μάτια σαν θολοί, γαλακτεροί βόλοι μέσα σε έντονες βλεφαρίδες, ξεπρόβαλαν από μια λερή, άμορφη μάζα. Κρατήθηκε για λίγο από τα θολά μάτια, προτού μπει στο GALAXY, τη μηχανή του χρόνου που έπαιζε κρυφτό με τον Κολοκοτρώνη στην απέναντι μεριά της Σταδίου. Ήθελε ν΄ απολαύσει τον καπνό που με τα χρόνια είχε αράξει στους καθρέφτες, την ξύλινη ταπετσαρία, το μαξιλάρι της μπάρας, να δροσιστεί από αλκοολούχα παγάκια. Εδώ και καιρό περνούσε τα βράδια θηρεύοντας ό,τι έβρισκε εύκολα. Χάιδευε άγνωστες, δανεισμένες γυναίκες, διεγειρόταν με στήθη, πόδια, πρησμένα χείλη, μάτια λάγνα, θολά, εξάψεις λιγωμένες. Στο τέλος, έχοντας λάβει την ικανοποίηση ότι καμία δεν έφερε αντίσταση, πατούσε το κουμπί shut down κι η οθόνη έσβηνε. Ξάπλωνε στο κρεβάτι και διάλεγε για συντροφιά, μέχρι ν’ αποκοιμηθεί, μια τυχαία σκηνή από την ογκώδη επιστολογραφία του Laclos. Ονειρευόταν όλες τις γυάλινες εκτεθειμένες γυναίκες, έμπαινε ξανά σ' όσες στοές προλάβαινε, σ’ όσες θυμόταν. Το πρωί, καμία τους δεν θυμόταν, όλες τις θυμόταν, τις τεμάχιζε, τις διαμέλιζε, όχι βέβαια, με πάθος –απέφευγε τα πάθη, προτιμούσε τους μικρούς και ελεγχόμενους ερεθισμούς– τις ανακάτευε, τις ανασκεύαζε, το λεοπάρ μπούστο της ξανθιάς Ρίας ταίριαζε με το σχισμένο παντελόνι της Λύκας, κι όποτε έβρισκε ευκαιρία, ανέθετε σε μια ανυποψίαστη γυναίκα, όποια τύχαινε, σε μια σάρκινη γυναίκα, το ρόλο της ερωμένης που είχε κατασκευάσει.
Η ώρα περνούσε, τα μέλη τους χαλάρωναν, το αλκοόλ ανέβαινε από το αίμα στο κεφάλι κι η Λέττα ήταν σχεδόν έτοιμη να του αποκαλύψει πως το βράδυ που γνωρίστηκαν στο αποκριάτικο πάρτι είχε ξεμυαλιστεί με τη μαρκησία αλλά το επόμενο πρωί δεν μετάνιωσε που ξύπνησε στην αγκαλιά του Βαλμόν.
Ένα Bloody Mary, ζήτησε, λες κι ήταν εκεί κάθε βράδυ. Το ήπιε γρήγορα για να μην λιώσουν τα παγάκια κι αλλοιωθεί η γεύση της βότκας. Όλα τα θυμάσαι, είπε ο Ανδρόνικος, υπομειδιώντας. Αναγνώρισε την τρυφερότητα των χειλιών του. Καθόταν στο διπλανό σκαμπό, περίεργο που δεν τον είχε προσέξει όταν μπήκε στο μπαρ. Πίνουμε γρήγορα, συνέχισε ο Ανδρόνικος, την πρώτη Μαιρούλα για να γεμίσουμε το στομάχι μας ντοματόσουπα, θυμάσαι πότε στο 'μαθα, μικρό μου; Τελευταία φορά τον είχε συναντήσει τυχαία στο Εν Δελφοίς, πριν από πέντε περίπου χρόνια, ευθυτενής, κρατούσε ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, φορούσε μονόπετο σακάκι και στενή, σκούρα γραβάτα. Απόψε φορούσε δερμάτινο σακάκι κι εφαρμοστό παντελόνι. Θυμήθηκαν την πρώτη τους γνωριμία στα τέλη του ογδόντα. Μεγαλοσχήμονες συνάδελφοι, αργότερα ο ένας από αυτούς προφυλακίστηκε, είχαν οργανώσει στο γραφείο τους το καθιερωμένο, ανοιχτό αποκριάτικο πάρτι. Χόρευε περίπου μια ώρα ανάμεσα σε λαγουδάκια, καλόγριες, πειρατές, ώσπου βαρέθηκε και κάθισε στο πάτωμα. Από εκεί πρόσεξε ένα ζευγάρι, τη δαιμονική Μαρκησία ντε Μερτέιγ και τον διαφθορέα Βαλμόν. Όταν ο διαφθορέας υποκλίθηκε και ζήτησε να χορέψουν, σηκώθηκε με όση χάρη της επέτρεπε η στολή. Ήταν ντυμένη μωρό, φουφούλα κοντή με ροζ δαντέλες, σκουφί στα μαλλιά και μια τεράστια πιπίλα κρεμασμένη στον λαιμό. Είσαι πιο ψηλή απ’ όσο σε φανταζόμουν, ήταν η πρώτη κουβέντα που της απηύθυνε ο τρυφερός, όπως ανακάλυψε στη συνέχεια, Βαλμόν. Πέρασαν αγκαλιά εκείνο το βράδυ κι έναν ολόκληρο χρόνο περίπου, ξεχνώντας τη μαρκησία. Μίλησαν για το πάρτι, τους οικοδεσπότες, το βρώμικο ογδόντα εννιά, την άνοιξη στο Γαλαξίδι. Τα γόνατα τους ακουμπούσαν δειλά. Γέλασαν με τους πρωινούς καφέδες στη στοά Ειρηνοδικείου, στα έξω τραπέζια της λαϊκής καφετέριας Ρίο Τζανέιρο που βρωμούσε καμένο τοστ, υπό το φως, ωστόσο, του ευεργετικού αιθρίου και τους ήχους των αναιδών περιστεριών. Χαμογέλασαν αναπολώντας λεπτομέρειες από βραδινές βόλτες που κατέληγαν συχνά σε κάποιο μπαρ. Τα ποτήρια αντικαταστάθηκαν πολλές φορές, εξομολογήθηκαν μυστικά, που τόσα χρόνια έκρυβαν αναίτια ο ένας από τον άλλον. Η ώρα περνούσε, τα μέλη τους χαλάρωναν, το αλκοόλ ανέβαινε από το αίμα στο κεφάλι κι η Λέττα ήταν σχεδόν έτοιμη να του αποκαλύψει πως το βράδυ που γνωρίστηκαν στο αποκριάτικο πάρτι είχε ξεμυαλιστεί με τη μαρκησία αλλά το επόμενο πρωί δεν μετάνιωσε που ξύπνησε στην αγκαλιά του Βαλμόν. Της έπεσαν κάτω τα κλειδιά και, μέχρι να τα βρει, ο τρυφερός διαφθορέας δεν ήταν πλάι της. Περίμενε για λίγο κοιτάζοντας τα μπουκάλια. Ρώτησε τον μπάρμαν μήπως ο Ανδρόνικος είπε κάτι φεύγοντας. Απόψε ήπιατε για δύο, της απάντησε εμπιστευτικά ο μπάρμαν, μην συνεχίσετε, καλύτερα.

altInfo
Η Κατερίνα Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1965 και ζει στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.











Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας.......  κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους 


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Η ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στηρίξτε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ ε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ 

ΠΗΓΗ


Η Γελοιογραφία της Ημέρας από τον Kyr


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης