Για το μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου Τι μένει από τη νύχτα (εκδ. Πατάκη).
Της Έλενας Μαρούτσου
«Κρις κραφτ σε μπανιέρα»: έτσι είχε χαρακτηρίσει τη γραφή της Έρσης Σωτηροπούλου ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, με αφορμή το μυθιστόρημά της Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές. Με αυτή την ευφάνταστη μεταφορά, ο Κούρτοβικ ήθελε να μεταφέρει την εντύπωσή του πως η συγγραφέας διασχίζει έναν στενό, περιορισμένο χώρο (το θέμα της) με ένα εξαιρετικά σύγχρονο ταχύπλοο (την πένα της). Με λίγα λόγια, πρέσβευε πως η εκφραστική ικανότητα της Σωτηροπούλου χαραμίζεται μη μπορώντας να ξανοιχτεί σε πιο πλατιά νερά.
Ακολουθώντας την πεζογράφο στο μπάνιο
Η Σωτηροπούλου έμοιαζε να βυθίζεται σε έναν προσωπικό, στενό πράγματι, σαν μια μπανιέρα, χώρο, όπου όμως όλα μέσα έδειχναν εκτυφλωτικά και αιχμηρά σαν τα πλακάκια να ήταν φτιαγμένα από μικρές λάμες μαχαιριών.
Από τη δική μου πλευρά, κάθε φορά που διάβαζα βιβλίο της Σωτηροπούλου, νομίζω πως αυτό ακριβώς ήταν που μου ασκούσε μια υπνωτική έλξη: το κρις κραφτ σε μπανιέρα. Πρώτον διότι είναι λίγοι οι συγγραφείς που μπορούν να κάνουν σε μια μπανιέρα κάτι άλλο από αφρόλουτρο, και δεύτερον γιατί η μπανιέρα της πεζογράφου παρουσίαζε στα μάτια μου ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανήκω ίσως στη μερίδα των αναγνωστών που θεωρούν το «θέμα» όχι ακριβώς δευτερεύον, αλλά σίγουρα άμεσα εξαρτώμενο από τη ματιά που θα το τυλίξει και θα μας το μεταφέρει. Η Σωτηροπούλου έμοιαζε να βυθίζεται σε έναν προσωπικό, στενό πράγματι, σαν μια μπανιέρα, χώρο, όπου όμως όλα μέσα έδειχναν εκτυφλωτικά και αιχμηρά σαν τα πλακάκια να ήταν φτιαγμένα από μικρές λάμες μαχαιριών. Αν κοιταζόσουν στον καθρέφτη θα έβλεπες εκδοχές της παιδικότητας που βγάζουν τη γλώσσα στην αθωότητα και τη νοσταλγία, και μορφάζουν μιμούμενες την ανία, την τρέλα και τον πόθο.
Το καταφανώς παιχνιδιάρικο και υπόκωφα εφιαλτικό μικρό σύμπαν της Σωτηροπούλου, επικοινωνώντας στις ρίζες του με το εμβληματικό πια μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου Η Κασσάνδρα και ο λύκος, ήταν ομολογουμένως καμιά φορά χαοτικό και στην συγγραφική αρχιτεκτονική του κάπως χαλαρά ασύνδετο, με κύριο δομικό υλικό τη γλώσσα, μια γλώσσα τολμηρή κι απαστράπτουσα, που είχε καλά βουτηχτεί στην υπερρεαλιστική οπτική, γι' αυτό κι έσταζε τα ίχνη της στο πεζογράφημα. Βέβαια, το χάος και η ασύνδετη αφηγηματική περιδίνηση δεν υπήρξαν ακριβώς «ελαττώματα» της συγγραφικής της πένας, αλλά αναπόσπαστα κομμάτια αυτού του παράξενου κόσμου που είχε βαλθεί να αποτυπώσει με θάρρος και θράσος σχεδόν εφηβικό, φρέσκια ματιά και μια δόση αψηφισιάς για τους «κανόνες». Έκανε λοιπόν το κρις κραφτ της στη μπανιέρα κι όποιος αναγνώστης ήθελε και μπορούσε να δεθεί πίσω της έκανε κι αυτός θαλάσσιο σκι στα «ρηχά» και σκοτεινά νερά της.
Κάνοντας κουπί στο κρις κραφτ
Η στενή φέτα χρόνου στην οποία επέλεξε να εστιάσει όμως η Σωτηροπούλου της επιτρέπει να πλησιάσει έναν μεγεθυντικό φακό πολύ κοντά στον ήρωά της, έτσι ώστε να αποδώσει σε μεγάλη λεπτομέρεια κάθε εκφραστική του κίνηση, κάθε ανεπαίσθητο εσωτερικό σεισμό, κάθε φευγαλέα ή εμμονική σκέψη.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου, Τι μένει από τη νύχτα, μοιάζει να κάνει μια θεματική στροφή. Για πρώτη φορά επιλέγει ως ήρωα ένα υπαρκτό πρόσωπο: τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Η πεζογράφος παρακολουθεί τον Αλεξανδρινό ποιητή στο μοναδικό ταξίδι που έκανε στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1897, στην αρχή ακόμα της ποιητικής του δημιουργίας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μυθιστορηματική βιογραφία, αν και αυτό το είδος συνήθως παρακολουθεί τον ήρωα σε μεγάλο –αν όχι σε όλο– το μήκος της ζωής του. Η στενή φέτα χρόνου στην οποία επέλεξε να εστιάσει όμως η Σωτηροπούλου της επιτρέπει να πλησιάσει έναν μεγεθυντικό φακό πολύ κοντά στον ήρωά της, έτσι ώστε να αποδώσει σε μεγάλη λεπτομέρεια κάθε εκφραστική του κίνηση, κάθε ανεπαίσθητο εσωτερικό σεισμό, κάθε φευγαλέα ή εμμονική σκέψη. Μέσα στην ανοιχτή θάλασσα της ζωής, η συγγραφέας πάλι έχει τοποθετήσει μια «μπανιέρα», οριοθετώντας χωροχρονικά το υλικό της, έτσι ώστε να το διαπλεύσει με το σύγχρονο κρις κραφτ της κάνοντας αργά κουπί. Η παραμικρή ρυτίδα πάνω στην επιφάνεια του νερού, γίνεται αντιληπτή από τη συγγραφέα που έχει βαλθεί εστιάζοντας στο μικρό να αποδώσει το μεγάλο. Πλησιάζοντας τον φακό της σε μια σταγόνα, μας δείχνει πάνω της να καθρεφτίζεται όχι μόνον όλη η προσωπικότητα του Καβάφη, όχι μόνο το οικογενειακό του περιβάλλον και η ασφυκτική Αλεξάνδρεια απ’ την οποία παλεύει να ελευθερωθεί, αλλά και το φαντασμαγορικό Παρίσι του fin de siecle.
Στους Παρισινούς δρόμους καθώς η «Πόλις» τον ακολουθεί
Με φαντάσματα ανθρώπων και λέξεων στο νου θα τον παρακολουθήσουμε να περιφέρεται στους δρόμους, τα καφέ και τα εστιατόρια του Παρισιού.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το Παρίσι ήταν η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα των γραμμάτων και των τεχνών. Κι όμως ο Καβάφης –όπως μαθαίνουμε από συνεντεύξεις της Σωτηροπούλου, η οποία έχει κάνει εκτενή έρευνα στο σχετικό αρχειακό υλικό– από το πέρασμά του στην Πόλη του Φωτός δεν είχε φυλάξει τίποτα πέρα από λίγα τετριμμένα ταξιδιωτικά ενθύμια. Αναρωτιέμαι αν είναι αυτός ο λόγος που η συγγραφέας τον βάζει να περιφέρεται σε μια πόλη που έβραζε από ζωή, σαν φάντασμα. Στο πλάι του, πιο «σάρκινος», πιο γήινος και φιλοπαίγμων, βρίσκεται ο αδελφός του, ο Τζον, ενώ πανταχού παρούσα είναι και η «Χοντρή», όπως αποκαλούν τη μητέρα τους τα δύο αδέλφια. Η Χοντρή έχει σφραγίσει με την καταπιεστική τρυφερότητά της κυρίως τον Κωνσταντίνο που την κουβαλάει στα μπαγκάζια του μαζί με τα χειρόγραφα από τα ποιήματα με τα οποία παλεύει εκείνο τον πρώτο καιρό της γραφής. Με φαντάσματα ανθρώπων και λέξεων στο νου θα τον παρακολουθήσουμε να περιφέρεται στους δρόμους, τα καφέ και τα εστιατόρια του Παρισιού.
Η αποτύπωση της καλλιτεχνικής και κοσμικής ζωής στο Παρίσι της εποχής είναι αλήθεια πως μου φάνηκε κάπως σχηματική, το ίδιο κι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που πλαισιώνουν τα δύο αδέλφια (ο Μαρδάρας, η Μαντάμ, η παρέα των Ρώσων χορευτών). Παρότι η συγγραφέας έχει επιλέξει ως ήρωα ένα υπαρκτό πρόσωπο, έναν ποιητή βγαλμένο απ’ το συρτάρι της Ιστορίας και όχι της φαντασίας, το περιβάλλον γύρω του δεν μοιάζει να υπακούει στους κανόνες που θα υπαγόρευε ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Ο πίνακας της γαλλικής «καλής» κοινωνίας δεν προκύπτει αρκετά πειστικά από το ξεδίπλωμα της ιστορίας κι αυτό πιστεύω πως συμβαίνει γιατί η οδηγός του «κρις κραφτ» δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την ανοιχτή θάλασσα της Ιστορίας.
Με τον φακό στραμμένο σε μια σχισμή
Η σεξουαλική επιθυμία εδώ δεν εκφράζεται ανοιχτά, δεν εκρήγνυται, παρά μόνο σκάβει λαγούμια κάτω από το δέρμα του ήρωα, και τον τυραννάει, οδηγώντας τον σε ενοχικά μονοπάτια ηδονοβλεψίας, σπασμωδικής αυτοϊκανοποίησης και ιλιγγιωδών φαντασιώσεων.
Αυτό που ενδιαφέρει την συγγραφέα, εκεί που πραγματικά αφήνει και πάλι το ταλέντο της να διαφανεί είναι η «μπανιέρα» του Καβάφη. Όταν ο αφηγηματικός της φακός κάνει ζουμ σε μικρές σκηνές (αναφέρω χαρακτηριστικά την καθηλωτική σκηνή όπου ο Καβάφης καθισμένος πίσω απ’ την πολυθρόνα του αντικειμένου του πόθου του, ενός Ρώσου χορευτή, βάζει κρυφά το δάχτυλό του σε μια σχισμή του υφάσματος στη ράχη της πολυθρόνας προσπαθώντας να ψαύσει στο βάθος την πλάτη του νέου καθώς και τις εξαιρετικές σελίδες όπου ο Καβάφης είναι σκυμμένος στα τέσσερα έξω από την πόρτα του χορευτή προσπαθώντας να τον ακούσει να κάνει έρωτα με την κοπέλα του σε μια έξαρση ζήλειας, αυτοταπείνωσης και ηδονής) τότε είναι που ο ήρωας αποκτά βάρος και η ιστορία βαθαίνει.
Ο ερωτικός πόθος, όχι απλώς ως έμπνευση, αλλά ως θεμέλιος λίθος της ποιητικής δημιουργίας, υφέρπει στην αφήγηση. Η σεξουαλική επιθυμία εδώ δεν εκφράζεται ανοιχτά, δεν εκρήγνυται, παρά μόνο σκάβει λαγούμια κάτω από το δέρμα του ήρωα, και τον τυραννάει, οδηγώντας τον σε ενοχικά μονοπάτια ηδονοβλεψίας, σπασμωδικής αυτοϊκανοποίησης και ιλιγγιωδών φαντασιώσεων. Η συγγραφέας έχει μελετήσει άλλωστε πολύ καλά τον Καβάφη για να γνωρίζει πως επρόκειτο στην πραγματικότητα για έναν πολύ συνεσταλμένο και χαμηλών τόνων άνθρωπο που δεν είναι βέβαιο αν και μέχρι πού ακολουθούσε τις έκκεντρες ερωτικές ορμές του – κάτι που ούτως ή άλλως θα ήταν πολύ δύσκολο με τους κοινωνικούς φραγμούς της εποχής. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο νους κι η φαντασία του πυρπολούνταν από τον πόθο, έναν πόθο που μετασχηματιζόταν σε λέξεις, σε ποιητική δημιουργία.
Η Έρση Σωτηροπούλου
|
Με αφορμή μια τρίχα
Η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, το φάντασμα των στίχων που ακολουθεί σε κάθε βήμα τον ποιητή στις περιπλανήσεις του στην πόλη, οι λέξεις που τον τριβελίζουν καθώς παιδεύεται να τις ταιριάξει στο επιθυμητό λιτό αποτέλεσμα χωρίς ρητορείες και καλλιέπειες, αποδίδεται με μεγάλη ενάργεια από την πεζογράφο. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε αυτόν τον δημιουργικό πυρετό που μπορεί να τον πυροδοτήσει κάτι ασήμαντο (αλλά και τόσο φορτισμένο ερωτικά), όπως μια τριχούλα από τους όρχεις ενός νέου, μέχρι η φωτιά να εξαπλωθεί στο νου, να κατακάψει παλαιά χειρόγραφα, να επιδοθεί ξανά και ξανά σε αυτό το παλίνδρομο μαρτύριο που θα μπορούσε να αποτελεί την πνευματική αντανάκλαση μιας παθιασμένης ερωτικής συνεύρεσης, ενός σαρκικού έρωτα που τελικά βιώνεται μόνο μέσα από τη γραφή.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον ποιητή σε αυτή την επώδυνη διαδικασία της πάλης με τα πάθη και τις λέξεις σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Ενώ η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, η Σωτηροπούλου παρακολουθεί τον ήρωά της από τόσο κοντά, σαν να είναι δεμένη στο βλέμμα του, με αποτέλεσμα η απόσταση ανάμεσα σε αφηγητή και ήρωα να μικραίνει συχνά τόσο πολύ που κάποτε αβίαστα σχεδόν να μετασχηματίζεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης γραφής, φέρνει τη μια κοντά τον ήρωα και μετά τον απομακρύνει, μας κάνει να συμπάσχουμε αλλά και να στοχαζόμαστε καθώς η πλοκή βαίνει προς τη λύση της. Αυτή η αργή πορεία κατευθύνεται προς το τέρμα περνώντας από τον τελευταίο σταθμό της «Κιβωτού». Η «Κιβωτός», αυτό το μυστηριώδες κέντρο όπου φημολογείται ότι πραγματοποιούνται οι πιο ακραίες φαντασιώσεις των επισκεπτών, κατά τη γνώμη μου δεν ικανοποιεί μυθοπλαστικά τις προσδοκίες που η συγγραφέας είχε δημιουργήσει στη διάρκεια της πλοκής και δημιουργεί σύγχυση, «αδειάζοντας» τροποντινά την αναγνωστική προσμονή.
Στιγμιαίες αντανακλάσεις σε αιώνια νερά
Μικρό το κακό, σκέφτομαι, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ποντάρει στην πλοκή αλλά στην μυθοπλαστική ανασύσταση ενός προσώπου καθώς μάλιστα αυτό σμιλεύεται σιγά σιγά μέσα απ’ τη διαδικασία της γραφής μέχρι να γίνει ένα με τα ποιήματά του. Η Σωτηροπούλου σκύβει με προσοχή από το πάντα λαμπερό της κρις κραφτ για να παρακολουθήσει πώς ο Καβάφης παλεύει με τα κύματα της δικής του μπανιέρας, ενώ για λίγο τα τόσο διαφορετικά τους πρόσωπα αντανακλούν το ένα το άλλο στα βαθιά νερά της τέχνης.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου