Συζήτηση με τη Μάρω Δούκα με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, τη συλλογή κειμένων Τίποτε δεν χαρίζεται (εκδ. Πατάκη).
Του Κώστα Κατσουλάρη
Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε με το παλιότερο Ο πεζογράφος και το πιθάρι του (1992), η Μάρω Δούκα συγκέντρωσε στον τόμο Τίποτε δεν χαρίζεται μια σειρά από κείμενα που έγραψε κατά κύριο λόγο την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα μέχρι και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος. Πρόκειται στη συντριπτική τους πλειονότητα για κείμενα-παραγγελίες, με αφορμή επετείους, αφιερώματα και παρόμοιες συνθήκες, και προλογίζονται –πάλι ακολουθώντας το «μοτίβο» του Πιθαριού– από επεξηγηματικά κείμενα που μας οδηγούν στον τόπο και τον χρόνο της συγγραφής, στα οποία ενίοτε υπεισέρχονται συναντήσεις και συνομιλίες με πρόσωπα ή σχόλια για την εποχή, την πολιτική, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τα εισαγωγικά αυτά κείμενα όχι μόνο δεν είναι προσχηματικά, αλλά ζωντανεύουν το υλικό του βιβλίου, συνδέοντάς το με το παρόν μας, καθώς το περνούν μέσα από την κρησάρα μιας ωριμότερης και πιο κατασταλαγμένης ματιάς.
Όσο για τα κείμενα που συναπαρτίζουν τον βασικό κορμό του βιβλίου, αποτελούν, όπως προείπαμε, αποδόσεις φόρου τιμής σε σημαντικές μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Αναγνωστάκης, ο Κοτζιάς, ο Τσίρκας, ο Βασιλικός, ο Λειβαδίτης, ο Ταχτσής, ο Σολωμός, η Διδώ Σωτηρίου, ο Φραγκιάς, ο Βιζυηνός, ο Κοντός, ο Ιωάννου κ.ά. ή και της τέχνης, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης. Περιλαμβάνονται επίσης κείμενα που γράφτηκαν με άλλες αφορμές, όπως η επίσκεψη της συγγραφέως σε κάποιο σχολείο ή η συμμετοχή της σε ένα αφιέρωμα στην πόλη της, τα Χανιά. Δύσκολα συνοψίζεται ο πλούτος που θησαυρίζεται σε αυτά τα λαμπρά κείμενα, που θα ξαφνιάσουν όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το οξυμένο κριτικό πνεύμα της Δούκα (κι ας μην έχει ασκήσει την κριτική, με την τρέχουσα έννοια) και τη θαυμαστή της ικανότητα να μπολιάζει τον έπαινο και την εκτίμησή της για έναν λογοτέχνη με διεισδυτικές και ουσιαστικές παρατηρήσεις για το έργο του. Και πάλι όμως, θα αδικούσε κανείς αυτά τα κείμενα, και κυρίως τούτο το βιβλίο, αν το έβλεπε μόνο ως έναν συγκεντρωτικό τόμο κειμένων δοκιμιακού ή κριτικού χαρακτήρα. Αντίθετα, σε συνδυασμό με το παλιότερο Πιθάρι συνθέτουν έναν περίτεχνο αναγνωστικό αστερισμό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το προϊόν της συνάντησης μιας σπουδαίας πεζογράφου με μεγάλο μέρος του «σώματος» της ελληνικής λογοτεχνίας, ποίησης ή πεζογραφίας, και την ίδια στιγμή του αναστοχασμού αυτού του «υλικού» από την ίδια την πεζογράφο με τα υλικά της δουλειάς της. Ένας απολογισμός ζωής όπου η μυθοπλασία, η ποίηση, η Ιστορία και τα πρόσωπα παρελαύνουν δίπλα δίπλα, ενώ από παντού αναδίνεται ένα άρωμα εξιλέωσης, συγχώρεσης και κατάφασης για τα όσα έγιναν και γι' αυτά που θα μπορούσαν, αντ’ αυτών, να είχαν γίνει.
Κ.Κ.: Ο τίτλος του βιβλίου είναι, αν έχω καταλάβει καλά, φράση του Γιάννη Ρίτσου. Ολόκληρο το βιβλίο διαπερνάται από το «πνεύμα» αυτής της φράσης, αλλά όταν προσπαθώ να συμπυκνώσω στο μυαλό μου την ουσία της, κάτι μου διαφεύγει. Προτάσσεται ο κάματος σε σχέση με το ταλέντο; Υπονοείται μήπως ότι όλα έχουν ένα κόστος στη ζωή, ακόμη και η επιτυχία; Ή μήπως αποτελεί μια παραλλαγή του αμερικανικού there’s no such thing as a free lunch (σε ελεύθερη απόδοση: τίποτε δεν είναι δωρεάν, ακόμη κι όταν μοιάζει να είναι);
Κοινότατη διαπίστωση παραμένει πάντα ότι ο κάματος από μόνος του στην υπηρεσία της τέχνης δεν αρκεί, ούτε όμως και το ταλέντο από μόνο του, όσο μεγάλο και αν είναι, θα επαρκούσε.
Μ.Δ.: Για τον τίτλο του βιβλίου, όχι ότι έχει και πολλή σημασία, θα έλεγα ότι δεν είναι φράση του Γιάννη Ρίτσου. Είναι μια γενική μάλλον επισήμανση που έρχεται να σχολιάσει με επιδοκιμαστική διάθεση τις παραινέσεις του Σωκράτη, του Τσαρούχη, του Ρίτσου (σελ. 120). Και θα πρόσθετα ότι παρά την όποια ασάφεια ή αμφισημία της είναι φράση τετριμμένη. Θα μπορούσε, μάλιστα, να συμπληρώνεται νοηματικά με την άλλη εξίσου τετριμμένη φράση: «Όλα κερδίζονται». Και αυτή πάλι θα μπορούσε να υποστηρίζεται καταληκτικά από το αγαπημένο μου σολωμικό: «Με καιρό και με κόπο». Κατά τα άλλα, oι δικές σου παρατηρήσεις και απορίες έρχονται να συμπληρώσουν, να διευρύνουν ή και να εμπλουτίσουν το νόημά της. Κοινότατη διαπίστωση παραμένει πάντα ότι ο κάματος από μόνος του στην υπηρεσία της τέχνης δεν αρκεί, ούτε όμως και το ταλέντο από μόνο του, όσο μεγάλο και αν είναι, θα επαρκούσε. Η ουσία, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να εντοπιστεί στην κερδισμένη με τα χρόνια συναίσθηση ότι σε όλους τους τομείς της ζωής, όχι μόνο στην τέχνη, μέσα από τη συνδρομή της δικής μας επιμονής και προσφοράς θα μπορούσε να έρθει κάποτε η στιγμή να νιώσουμε τη δωρεά-ευλογία του χαρίσματος…
Κ.Κ.: Σε μια συνάντησή σας με τον Τσαρούχη, που την περιγράφετε ιδιαίτερα γλαφυρά, όταν του λέτε ότι είστε συγγραφέας, σας λέει τα εξής λόγια: «Να προσπαθείτε κυρίως να μην βαρύνετε τη γραφή σας με τα αισθήματά σας. Η ζωή από μόνη της περιβάλλεται από ωκεανούς αισθημάτων, αλίμονο αν τη βαρύνετε κι εσείς με τα δικά σας, θα χάσετε την επαφή με τη μυστηριώδη πραγματικότητα που τόσες χαρές και τόσες λύπες μας δίνει». Πώς κατανοείτε σήμερα, τόσα χρόνια μετά, αυτή την προτροπή;
Μ.Δ.: Απαρχής, αυτή την προτροπή του Τσαρούχη την είχα αξιολογήσει με πολλά θαυμαστικά. Κι ας μου φαινόταν παραδοξολογία, την ένιωθα να συγγενεύει με αυτό που συνήθιζε να λέει προς όλους ο Ρίτσος: Η δική μας συγκίνηση, το δικό μας αίσθημα και συναίσθημα, η δική μας ματιά, τότε μόνον αφορούν τον άλλο, εάν είναι σε θέση να «ανυψωθούν» πάνω και πέρα από μας, από το βίωμα και την εμπειρία μας, εποπτεύοντας ανεξίθρησκα το σύμπαν, χωρίς όμως να χάνουν το ειδικό βάρος και τη μοναδικότητά τους. Κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, κάπως έτσι την κατανοώ και σήμερα… Ίσως μόνο να πρόσθετα ότι τώρα πια είμαι σε θέση να γοητευτώ «αλλιώς» από τη μυστηριώδη πραγματικότητα και να κολυμπήσω στους ωκεανούς των αισθημάτων που περιβάλλουν τη ζωή με περισσότερη επιδεξιότητα…
Κ.Κ.: Σε κάποιο άλλο σημείο λέτε: «Εάν δεν είχα διαψευσθεί τόσο σε προσωπικό επίπεδο, πιθανόν να μην είχα ασχοληθεί καθόλου με το γράψιμο». Αποτελεί η καταφυγή στο γράψιμο μια απόπειρα «διόρθωσης» σε σχέση με τη ζωή; Προϋποθέτει κάποιο θεμελιώδες τραύμα; Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος κλείνεται τόσες πολλές ώρες μόνος του, αντιμέτωπος με τις λέξεις, αν πρώτα δεν έχει αλλάξει εντός του «ο ρυθμός του κόσμου»;
Καλό πάντως είναι να μην ξεχνάμε ότι όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο εμείς, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις λέξεις, τις σκέψεις, την αγωνία, την έπαρση, τις φαντασιώσεις τους… Χωρίς όμως να έχουν τον τρόπο, το μέγα προνόμιο να τα «δαμάσουν» όλα αυτά μέσα από την αφήγηση, την επινόηση, τη μετάθεση…
Μ.Δ.: Η καταφυγή στο γράψιμο, για μένα τουλάχιστον, μάλλον ως απόπειρα «παρηγοριάς» θα μπορούσε να θεωρηθεί. Αλλά και απόπειρα «κατανόησης» του ανθρώπου και των πραγμάτων που τον περιβάλλουν. Κι έρχεται έπειτα η ανάγκη που μας ωθεί επιτακτικά να πούμε κι εμείς τα χιλιοειπωμένα αναζητώντας τον δικό μας τρόπο. Να επιβάλουμε επιτέλους κι εμείς τη δική μας τάξη στο δικό μας χάος… Και γιατί όλα αυτά; Γιατί απλούστατα το θεμελιώδες τραύμα, όπως το λες, έχει να κάνει με τις θεμελιώδεις αναπηρίες να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα χωρίς την αυταπάτη της δικής μας παρέμβασης… Καλό πάντως είναι να μην ξεχνάμε ότι όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο εμείς, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις λέξεις, τις σκέψεις, την αγωνία, την έπαρση, τις φαντασιώσεις τους… Χωρίς όμως να έχουν τον τρόπο, το μέγα προνόμιο να τα «δαμάσουν» όλα αυτά μέσα από την αφήγηση, την επινόηση, τη μετάθεση… Και νά λοιπόν πώς το θεμελιώδες τραύμα, η αναπηρία, η διαταραχή του ρυθμού εντός μας… έρχονται τελικά «με καιρό και με κόπο» να μας προσφέρουν ως «χάρισμα» έναν τρόπο ζωής ικανό να δώσει «νόημα» και «ρυθμό» στην καθημερινότητά που μας αλέθει…
Κ.Κ.: Κάνετε επίσης λόγο για το πόσο ψυχοφθόρο μπορεί να γίνει για τον συγγραφέα να συμμετέχει στην «προώθηση» των βιβλίων του. Λέτε, αν σας ερμηνεύω σωστά, ότι είναι σαν να επινοεί κανείς «ένα άλλο βιβλίο» από αυτό που έχει γράψει, για τις ανάγκες της συνθήκης. Τελικά, το βιβλίο με το οποίο ζει κανείς στο διάστημα που το γράφει και το βιβλίο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος μετά την έκθεσή του στο κοινό, την έκδοσή του, πόσο ίδια είναι μεταξύ τους;
Μ.Δ.: Δεν λέω ότι επινοεί κανείς ένα άλλο βιβλίο… Λέω απλώς ότι, ενώ γράφουμε ένα βιβλίο χωρίς εξηγήσεις και επεξηγήσεις, οδηγημένοι από τη δική του δυναμική, τον δικό του μόχθο, τις δικές του ανάγκες, έρχεται έπειτα η στιγμή, όχι τόσο για την «προώθησή του», όσο για την υποτιθέμενη «επικοινωνία» με τον αναγνώστη, καληώρα όπως η συνέντευξή μας τώρα, που καλούμαστε να δώσουμε ερμηνείες για πράγματα που όταν γράφαμε δεν τα είχαμε καθόλου σκεφτεί… και να «επινοήσουμε» απαντήσεις σε ερωτήματα που όσο κι αν συμβάλλουν, ας πούμε, στην «κατανόηση» του κειμένου, ελάχιστη έχουν σχέση με την βαθύτερη αιτία του βιβλίου. Αυτό, κάποιες φορές, και σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα του καθενός μας, γίνεται ψυχοφθόρο. Όπως και να έχει, όμως, το βιβλίο, πριν και μετά την έκδοσή του, στην ουσία του παραμένει ίδιο. Αυτό που αλλάζει για τον συγγραφέα είναι ότι ενώ όταν γράφει νιώθει ότι δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, όταν πια εκδώσει αυτό που έγραψε καλείται όχι μόνο να «αναλάβει» την ευθύνη και την προστασία του, αλλά και να «επινοήσει» την υπεράσπισή του, λες και λογοδοτεί…
Κ.Κ.: Γράφετε κι εκδίδετε βιβλία από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η Ελλάδα ήταν τότε, σε μεγάλο βαθμό, μια άλλη χώρα, αλλά κι ο κόσμος, όπως είναι ευνόητο, έχει αλλάξει πολύ. Ανεξάρτητα από την απήχηση των δικών σας βιβλίων, έχετε καθόλου την αίσθηση ότι αυτό που κάνετε (όχι εσείς ειδικά, αυτό που κάνουμε όλοι μας οι σύγχρονοι συγγραφείς), όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αφορά ένα όλο και μικρότερο κοινό «μυημένων»; Έχει γίνει η λογοτεχνία υπόθεση μιας ελίτ; Ή μήπως πάντοτε έτσι ήταν;
Ίσως πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια ο συγγραφέας να συνομιλούσε αλλιώς με τον κόσμο… Ίσως να αισθανόταν, πέρα από την όποια ευθύνη του απέναντι σε αυτό που λέμε πολιτισμικό γίγνεσθαι, και κάτι σαν οφειλή στον άγνωστο που ερχόταν και τον τιμούσε και γινόταν για χάρη του αναγνώστης…
Μ.Δ.: Η αλήθεια, αν υπάρχει, βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Η λογοτεχνία με την έννοια του περιεχομένου που αναζητά επιτακτικά τη μορφή του, με την πρόταξη της απόλαυσης του κειμένου, της κριτικής ματιάς, του πειραματισμού, της διακινδύνευσης, της αναζήτησης, της περιπλάνησης αφορούσε πάντα ένα μικρό αριθμό αναγνωστών. Από κει και πέρα, όπως και χθες, έτσι και σήμερα, κάθε εποχή έχει τα δικά της γνωρίσματα, τις δικές της συγκυρίες, επιδόσεις, αναγνωστικές συνήθειες και ανάγκες, τις δικές της αυταπάτες, επιμονές, ευκολίες. Τα δικά της μέτρα και σταθμά. Γι’ αυτό και τα γούστα αλλάζουν από δεκαετία σε δεκαετία, το ευτελές του χθες αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη τάση του σήμερα, το πληκτικό ή το δύσκολο του σήμερα είναι το τολμηρό και το θελκτικό του χθες. Ωστόσο, το διαχρονικά καλό βιβλίο επιμένει ανεξίκακα να υπάρχει και να συνυπάρχει εμμένοντας στη γλώσσα, στην επαφή με το σήμερα, στη συνομιλία με το χθες, στην αγωνία για τον άνθρωπο, στην έγνοια για τη μυθοπλασία και τις τεχνικές της αφήγησης. Και κάτι ακόμη: Ίσως, πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια, χωρίς να είμαι όμως και σίγουρη, ο συγγραφέας να συνομιλούσε αλλιώς με τον κόσμο… Ίσως να αισθανόταν, πέρα από την όποια ευθύνη του απέναντι σε αυτό που λέμε συμβατικά πολιτισμικό γίγνεσθαι, και κάτι σαν οφειλή στον άγνωστο εκείνο που ερχόταν και τον τιμούσε και γινόταν για χάρη του αναγνώστης…
Κ.Κ.: Έχω την αίσθηση ότι ένα από τα μυθιστορήματά σας που σας παίδεψε περισσότερο ήταν το Σκούφος από πορφύρα. Βλέπει κανείς εκεί κι ένα μέρος από το λεγόμενο «εργαστήριό σας», και συγκεκριμένα πόσο παιδευτήκατε μέχρι να αποφασίσετε όχι ποια γεγονότα θα αφηγηθείτε αλλά ποιος θα είναι ο αφηγητής, μέσα δηλαδή από ποια «εστίαση» θα δώσετε την ιστορία σας. Υπάρχει κάτι που θα συμβουλεύατε τους νέους συγγραφείς, σε ό,τι αφορά ειδικά αυτό το μέρος της δουλειάς, της αναζήτησης, για να το πούμε κι αλλιώς, του «κατάλληλου αγωγού» για να ειπωθεί η ιστορία;
Μ.Δ.: Εγώ να δώσω συμβουλή σε νέο συγγραφέα; Μα οι νέοι συγγραφείς, σε κάθε εποχή, θαυμαστά βέβαιοι και αυτάρκεις, έχουν ξέχειλες τις αποσκευές τους με θεωρίες, απόψεις, σημειώσεις, τσιτάτα, παραθέματα, παραπομπές… Εξάλλου, οι συμβουλές που συνήθως πιάνουν τόπο είναι αυτές που «κορφολογούνται» από τους ικανούς στο «κορφολόγημα» εντελώς αθόρυβα, απρογραμμάτιστα, αβίαστα μέσα από ανυποψίαστες, ανιδιοτελείς, καθημερινές κουβέντες…
Κ.Κ.: Είστε μια συγγραφέας γενναιόδωρη προς τους συναδέλφους σας, είτε τους καταξιωμένους, για τους οποίους έχετε γράψει ορισμένα πολύ διεισδυτικά κείμενα (πολλά από αυτά συναπαρτίζουν το περί ου ο λόγος βιβλίο), είτε με νεότερους, που δεν παραλείπετε να τους επαινείτε. Υπάρχει μονάχα μία εξαίρεση: ο Κώστας Ταχτσής. Διαβάζοντας το σχετικό κείμενο στο βιβλίο σας, αισθάνεται κανείς ότι αυτό τον άνθρωπο δεν τον συμπαθούσατε, ίσως ακόμη ακόμη κι ότι δεν τον εκτιμούσατε. Σήμερα, πώς τον αποτιμάτε τον άνθρωπο και τον συγγραφέα Ταχτσή. Και γενικεύοντας: πόσο «επιτρέπετε» στον εαυτό σας να μην συμπαθείτε κάποιους συναδέλφους σας κι αυτό με κάποιο τρόπο να γίνεται φανερό;
Μ.Δ.: Να αρχίσω από το τέλος της παρατήρησής σου… Ανήκω σ’ αυτούς που έμαθαν από νωρίς να διαχωρίζουν τον άνθρωπο από το έργο του. Αν κάποιος ή κάποια συνάδελφος ως δημόσια παρουσία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με «ενοχλεί», εφόσον το έργο του/της αντέχει στην κρίση μου, η όποια αντιπάθειά μου, αν χρειαστεί, παραμερίζεται. Προτάσσω πάντοτε τη σχέση μου με το έργο. Κι ούτε φαντάστηκα ποτέ ότι έχω το δικαίωμα να απαξιώνω συναδέλφους επειδή δεν μου αρέσει ένα βιβλίο τους ή επειδή διαφωνώ με τα όσα λένε και όσα πράττουν. Ούτε και είμαι φανατική σε ό,τι αφορά τις όποιες επιλογές και «προμετωπίδες» του καθενός. Από κει και πέρα, δεν είμαι και αγία. Όπως με αντιπαθούν, αντιπαθώ κι εγώ. Δεν θυμάμαι όμως να μπήκα ποτέ συνειδητά στον κόπο να εκδηλώσω δημόσια την αντιπάθειά μου. Για τον Κώστα Ταχτσή τώρα. Εντύπωση μου κάνει η ανάγνωσή σου… Ο Ταχτσής ως άνθρωπος, πέρα από τον θαυμασμό και την εκτίμησή μου για το έργο του, μου ήταν πολύ αγαπητός και έχω την αίσθηση ότι αυτή ακριβώς την αγάπη, αυτή την τρυφερότητα, αλλά με τον δικό του τρόπο, με τη δική του προκλητική, παιγνιώδη και κάποτε «κακότροπη» ειλικρίνεια, θέλησα να αποτυπώσω σ’ εκείνο το κείμενο-ομιλία μου στο Γαλλικό Ινστιτούτο δέκα χρόνια έπειτα από τον θάνατό του. «Όχι τ’ αντίο και τα δάκρυα και τα μαντίλια», δικός του στίχος, ήταν ο τίτλος της ομιλίας, με την ανιψιά και την αδελφή του στα πρώτα καθίσματα να με ακούν χαμογελαστές. Εξάλλου και στον ίδιο το είχα αναφέρει πολλές φορές, το γράφω και στο βιβλίο… Όσο και αν τον αγαπούσα, τον φοβόμουν κιόλας, ήταν τόσο απρόβλεπτος, που δίσταζα να τον εμπιστευτώ…
Κ.Κ.: Για τον Σολωμό, όπως και για τον Αναγνωστάκη, υπάρχουν ξεχωριστά κείμενα στο βιβλίο, κείμενα με μεγάλο πλούτο και βαθύ αίσθημα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να σας ζητήσω να μου μιλήσετε γι’ αυτούς, ας ανατρέξουν αυτοί που πραγματικά νοιάζονται στο βιβλίο σας. Θα σας ρωτήσω όμως κάτι άλλο, που μου γεννήθηκε με αφορμή αυτά τα κείμενα: είχα την αίσθηση ότι, παρότι είστε πεζογράφος (ίσως η πιο «καθαρόαιμη» πεζογράφος της γενιάς σας), απέναντι στους ποιητές εκδηλώνετε μια αδυναμία ξεχωριστή. Το ομολογείτε, κάπως, με αφορμή τον Σολωμό, λες και το «κουκούτσι» όλης σας της δουλειάς βρίσκεται στους μεγάλους μας ποιητές (Σολωμό, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, ειδικά, μα όχι αποκλειστικά), περισσότερο απ’ ό,τι στους μεγάλους μας πεζογράφους (αν και αποτίνετε φόρο τιμής στον Τσίρκα, τον Αλεξάνδρου, τον Κοτζιά κ.ά.). Το αναγνωρίζετε αυτό;
Μέσα από τους ποιητές και τα ποιήματά τους έμαθα, όταν πια έχω τελειώσει ένα βιβλίο, όσο πολυσέλιδο και αν είναι, αργά και με υπομονή, παράγραφο παράγραφο να το «κεντώ» σαν ποίημα.
Μ.Δ.: Όχι μόνο το αναγνωρίζω αλλά και με συγκινεί η επισήμανσή σου… Από τους μυθιστοριογράφους που αναφέρεις, τον Στρατή Τσίρκα κυρίως, και από άλλους, όπως ο Γιάννης Μπεράτης ή ο Κοσμάς Πολίτης (ο κατεξοχήν αγαπημένος μου της γενιάς του ’30), για τους οποίους δεν έτυχε ποτέ να καταθέσω αναλυτικά τις οφειλές μου, έχω «διδαχτεί» πολλά που σχετίζονται κυρίως με τη μυθοπλασία, το χτίσιμο των επινοημένων χαρακτήρων και το ήθος τους, τους διαλόγους, την πλοκή… και χίλια δυο άλλα που έχουν να κάνουν με τη δομή και την αφήγηση μιας ιστορίας. Από τους ποιητές όμως έχω «διδαχτεί» τη λέξη και την ακριβή θέση της λέξης μέσα στην πρόταση. Έχω «κερδίσει» το «κουκούτσι», όπως το λες, τη βαθύτερη αιτία, την επίμονη ιδέα, το ανιδιοτελές συναίσθημα, την ανυποχώρητη λογική. Πιο απλά: Μέσα από τους ποιητές και τα ποιήματά τους έμαθα, όταν πια έχω τελειώσει ένα βιβλίο, όσο πολυσέλιδο και αν είναι, αργά και με υπομονή, παράγραφο παράγραφο να το «κεντώ» σαν ποίημα. Να υπολογίζω τις λέξεις, να μετρώ τις συλλαβές, και αυτό παρακαλώ να μη θεωρηθεί εκζήτηση, αναζητώντας τον βηματισμό και τη στερεότητα της κάθε φράσης. Χωρίς πλαδαρούς λυρισμούς, στομφώδεις λέξεις και εκφράσεις. Υπηρετώντας την πολυπλοκότητα και τις ανεξάντλητες δυνατότητες του πεζού λόγου που καλείται να αποτυπώσει και να αναπλάσει «ακέραιο», μέσα από τα άπειρα σπαράγματά του, τον κόσμο.
Κ.Κ.: Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης: Μιλώντας για τον Αντρέα Φραγκιά, αναφέρεστε στον ταχυδρόμο που έφερνε τη σύνταξη της μητέρας σας κι αποδείχτηκε ιδιαίτερα «μελετηρός». Εκείνος, διατεινόταν, ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε μυθιστόρημα αντάξιο των δυτικών, κι εσείς του απαντάτε δίνοντάς του να διαβάσει ελληνικά πεζογραφικά έργα, μεταξύ άλλων και «Το πλήθος», του Φραγκιά. Πιστεύετε, αν καταλαβαίνω καλά, ότι η κρατούσα άποψη που θέλει την Ελλάδα να στερείται μυθιστορημάτων ολκής, πέραν ολίγων εξαιρέσεων, οφείλεται εν μέρει σε «επαρχιωτισμό» (δικός μου ο χαρακτηρισμός) κι εν μέρει σε άγνοια της ελληνικής παραγωγής;
Όλοι αυτοί οι διαχρονικοί και από διάφορα μετερίζια επικριτές-αμφισβητίες της μεγάλης φόρμας στην Ελλάδα, τις πιο πολλές φορές συσχετίζοντας κουτά, κόβουν και ράβουν με αυταρέσκεια, προκειμένου να υποβαστάξουν θεωρητικά τη δική τους, σεβαστή από κάθε άποψη, προτίμηση στο μικρό αφήγημα. Αλλά στην τέχνη «κόβει και ράβει» μόνο ο συγγραφέας. Ποτέ ο θεωρητικός που καλείται απλώς, και εκ των υστέρων, να επινοήσει τα μέτρα και τους κανόνες που θα τον βοηθούσαν να υποστηρίξει κατά τον τρόπο του την αξία ή την απαξία ενός βιβλίου.
Μ.Δ.: Δύσκολη έως και αναπάντητη η ερώτηση… Η κρατούσα άποψη, πάντως, και με διαχρονική, θα έλεγα, ισχύ, όπως εγώ τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι, δεν είναι αυτή που θέλει την Ελλάδα να στερείται μυθιστορημάτων ολκής, αλλά αυτή που επιμένει «κανονιστικά» ότι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να «εκθρέψει» και ως εκ τούτου να «αναδείξει» μυθιστοριογράφους ικανούς να «συναγωνιστούν» Ευρωπαίους ή Αμερικανούς συναδέλφους τους. Μήπως όλοι δεν συμφωνούμε, εξάλλου (ιδού το επιχείρημα) ότι το μυθιστόρημα είναι το κατεξοχήν «επίτευγμα-επιστέγασμα» της αστικής τάξης; Πώς, λοιπόν, εμείς που δεν είχαμε ποτέ θαλερή αστική τάξη με ισχυρή εθνική συνείδηση, πώς, εφόσον είμαστε μια τόσο μικρή χώρα, μια τόσο μίζερη, αδηφάγα, ανερμάτιστη κοινωνία θα μπορούσαμε να έχουμε μυθιστορήματα ολκής; Εμείς μόνο τη μικρή φόρμα θα μπορούσαμε, και ως χαρωποί νεοσύλλεκτοι, επιτυχώς να υπηρετήσουμε. Ίσως, βέβαια, και να υπεραπλουστεύω… Γεγονός, πάντως, είναι ότι όλοι αυτοί οι διαχρονικοί και από διάφορα μετερίζια επικριτές-αμφισβητίες της μεγάλης φόρμας στην Ελλάδα, τις πιο πολλές φορές συσχετίζοντας κουτά, κόβουν και ράβουν με αυταρέσκεια, προκειμένου να υποβαστάξουν θεωρητικά τη δική τους, σεβαστή από κάθε άποψη, προτίμηση στο μικρό αφήγημα. Αλλά στην τέχνη «κόβει και ράβει» μόνο ο συγγραφέας. Ποτέ ο θεωρητικός που καλείται απλώς, και εκ των υστέρων, να επινοήσει τα μέτρα και τους κανόνες που θα τον βοηθούσαν να υποστηρίξει κατά τον τρόπο του την αξία ή την απαξία ενός βιβλίου. Φανταστείτε τώρα μέσα σε αυτή την περιρρέουσα «κοπτοραπτική» για το μυθιστόρημα τις εμμονές και την επιχειρηματολογία ενός «καλοπροαίρετου» ημιμαθούς! Διότι βέβαια το θέμα δεν είναι αν οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι μπορούν να συνυπάρχουν διεθνώς με τους Αμερικανούς (κυρίως) και τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, το θέμα είναι αν δικαιούνται να διεκδικούν τη θέση που τους αξίζει στις αναγνωστικές συνήθειες και προτιμήσεις του νεοέλληνα. Αν δικαιούται δηλαδή, σήμερα, ο πρωτομάστορας Κωνσταντίνος Θεοτόκης να διαβάζεται… Και αν θα μπορούσε ένας νέος αναγνώστης να «βοηθηθεί», ώστε ταυτόχρονα με τον «ουάου» ξένο μυθιστοριογράφο του να είναι σε θέση να απολαύσει και τους «Συνυπάρχοντες», για παράδειγμα, ή την «Εξαφάνιση» του Αριστοτέλη Νικολαΐδη. Απλά πράγματα δηλαδή… Ναι, κατά τη γνώμη μου, αλλά δεν σημαίνει ότι έχει και καμιά ιδιαίτερη σημασία η γνώμη μου, το δίτομο «Πλήθος» του Αντρέα Φραγκιά είναι από τα πιο φιλόδοξα δημιουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας που θα μπορούσε άνετα να «συγκριθεί» με σπουδαία ξένα μυθιστορήματα. Αλλά το ζητούμενο εδώ δεν είναι η «σύγκριση», ούτε ο ανταγωνισμός. Αυτό που πρωτίστως μετράει, και μας αφορά όλους, είναι ο οφειλόμενος σεβασμός, η γνώση, η εκτίμηση του δικού μας από τον καθένα χωριστά αλλά και, πρωτίστως, από τους επίσημους, κρατικούς ή ιδιωτικούς, φορείς… Και η επίγνωση ότι στις δικές μας ράγες, θέλουμε δεν θέλουμε, και από τους δικούς μας σταθμούς θα δοθεί, εάν ποτέ δοθεί, η εκκίνηση για το μεγάλο ταξίδι… Ταξίδι πηγαιμού και γυρισμού σ’ έναν κόσμο που ολοένα και πιο έντονα «συρρικνώνεται» κι ας παραμένει παγερά απροσπέλαστος, αμετάκλητα μέγας! Πριν από μέρες, και μ’ αυτή την αναφορά τερματίζω την απόπειρα «σχολιασμού» της ερώτησης, συγκινήθηκα διαβάζοντας σε μια συνέντευξη του ηθοποιού Θάνου Σαμαρά ότι νεανική του αγάπη-εμμονή, εκτός από τις Σκανδιναβές συγγραφείς Γιάνσον και Γκρίπε, τότε που προετοίμαζε εν τη ακινησία του το μεγάλο «φευγιό» του, ήταν το «Κατεδαφιζόμεθα» της Διδώς Σωτηρίου… Και νά, λοιπόν, πώς ένα ελληνικό μυθιστόρημα ευτύχησε να κάνει «παρεούλα» σ’ έναν έφηβο…
Κ.Κ.: Τελειώνετε το βιβλίο σας με ένα εκτενές κείμενό σας για τη ζωή και το έργο του Γ. Βιζυηνού, διανθισμένο με γεγονότα της εποχής, παράλληλα με την εκτύλιξη της ζωής του συγγραφέα. Αισθάνεται κανείς ότι νιώθετε μια ιδιαίτερη «συγγένεια» με αυτόν τον λογοτέχνη, ή σε κάθε περίπτωση όταν μιλάτε γι’ αυτόν εμφορείστε από ένα ξεχωριστό τόνο. Αν και δύσκολα μπορεί κανείς να βρει αναλογίες ανάμεσα στην πολυτάραχη κι εν πολλοίς δυστυχισμένη ζωή του και τη δικιά σας, όπως κι ανάμεσα στο δικό του συγγραφικό ύφος και το δικό σας, τουλάχιστον τίποτε προφανές. Πού αποδίδετε αυτή την «αδυναμία» σας, αν όντως υπάρχει; Έχει να κάνει μόνο με τα διαβάσματα της νεότητας ή είναι κάτι βαθύτερο;
Μ.Δ.: Κλείνω το βιβλίο με το εκτενές κείμενο για τον Βιζυηνό, επειδή απλούστατα όλα τα κείμενα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο το υφάδι, ή αλλιώς, τον πυρήνα και την βαθύτερη αιτία του βιβλίου, τοποθετούνται το ένα μετά το άλλο κατά χρονολογική σειρά συγγραφής. Από το 1993 έως το 2005. Όσο για την «τρικυμιώδη» σχέση μου με τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού που διατρέχει απαρχής μέχρι τέλους το Τίποτα δεν χαρίζεται δεν έχω να πω και τίποτα σπουδαίο… Το μόνο ίσως που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι την ίδια περίπου εποχή που έμαθα να «διαβάζω» από μέσα μου χάρη στη μεγάλη ταραχή που μου είχε προκαλέσει το διήγημά του «Το αμάρτημα της μητρός μου», και αισθανόμουν έκτοτε να του οφείλω τούτο το «μέγα» κατόρθωμα, (που ίσως και να σημαίνει ότι με «δίδαξε» άθελά του την άλλη, την εσωτερική ζωή), την ίδια περίπου εποχή, λοιπόν, ήμουν κατασυγκινημένη, όσο μπορεί να είναι κατασυγκινημένο ένα παιδί, με τα βάσανα και τη φτώχεια της σχολικής «Σταχομαζώχτρας» του Παπαδιαμάντη… Το γιατί «κόλλησα» στον Βιζυηνό, πέρα από τα όποια ψυχολογικά και ανεξήγητα, είναι γιατί μου δόθηκε αργότερα, στα χρόνια της ωριμότητας, η αφορμή να τον αναζητήσω επίμονα και να «σχετιστώ» μαζί του. Γι’ αυτό εξάλλου και στο παρόν βιβλίο ευχαριστώ την Κλαίρη Μιτσοτάκη που με είχε τιμήσει τότε με την πρόταση να ανθολογήσω τον Βιζυηνό στη σειρά της «Μικρής Κιβωτού», όπου την ανθολόγηση του Παπαδιαμάντη είχε αναλάβει με οξυδερκή ευαισθησία και βαθιά γνώση ο φίλος μου ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης. Κι εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να διευκρινίσω, αν και είναι σαφέστατο, πιστεύω, ότι σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και στον Πεζογράφο και το πιθάρι του, άλλωστε, όλα τα κείμενα για συγγραφείς είναι κείμενα που μου είχαν ζητηθεί και είχα μπορέσει να ανταποκριθώ. Από μόνη μου, μιας και δεν είμαι κριτικός ή μελετήτρια, δεν θα έγραφα ούτε και για τον πιο «δικό» μου συγγραφέα, ούτε και θα πήγαινα απρόσκλητη να μιλήσω στη μνήμη ακόμη και του πιο αγαπημένου μου ποιητή. Ας προσθέσω, ακόμη, ότι πολύ θα ήθελα εκείνα τα χρόνια να μου έχει ζητηθεί ένα κείμενο για την Κική Δημουλά ή την Ελένη Βακαλό, την Τατιάνα Μιλλιέξ, την Καίη Τσιτσέλη ή τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη… Αυτό ως απάντηση στην παρατήρηση ότι, αν και γυναίκα, με εξαίρεση τη Διδώ Σωτηρίου εδώ, και τη Μέλπω Αξιώτη στον Πεζογράφο, γράφω μόνο για άντρες…
Κ.Κ.: Ένα άλλο μοτίβο που χρησιμοποιείτε στο βιβλίο αφορά μια φράση που βγήκε από το στόμα ενός παιδιού: «Η αγάπη έχει πολλές ερωτήσεις», είπε το παιδί αυτό στη μάνα του, όταν εκείνη το ρώτησε γιατί επιμένει να ρωτάει ξανά και ξανά αν το αγαπάει. Θα λέγατε ότι αυτό είναι ο συγγραφέας; Ένα παιδί που, όσο και να του λένε ότι το αγαπάνε, πρέπει να επιμένει να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά;
Μ.Δ.: Η αγάπη που έχει πολλές ερωτήσεις, ως μοτίβο στο βιβλίο, αναφέρεται κυρίως στις ερωτικές, φιλικές, καθημερινές σχέσεις όλων μας, όχι μόνο των συγγραφέων. Έχει να κάνει, επίσης, με τα επιτακτικά, αναπάντητα ερωτήματα της ανάγκης-αγάπης εμάς των συγγραφέων για το γράψιμο, αλλά και με τις αγωνίες του κάθε ανθρώπου σε σχέση με τη δουλειά, τις έγνοιες και τα ενδιαφέροντά του. Όσο για την παρατήρησή σου, είναι όντως εύστοχη. Συχνά έλεγε αστειευόμενος ο αγαπημένος μου ποιητής Γιάννης Κοντός ότι από μια άποψη, αν το καλοσκεφτούμε, είμαστε τόσο ανασφαλείς, που γράφουμε μόνο και μόνο για να μας θαυμάζουν οι άλλοι και να μας αγαπούν…
* Το σκίτσο της Μάρως Δούκα είναι της Έφης Ξένου.
πηγη
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου