Της Αργυρώς Μαντόγλου
Πριν ένας συγγραφέας ενηλικιωθεί έχει υπάρξει παιδί και έφηβος. Αν, δε, πρόκειται για γυναίκα έχει βιώσει το μυστήριο του σώματός της, την έλλειψη αποδεκτών λέξεων για τις λειτουργίες του, την κρυφή (ή απροκάλυπτη) βία που ασκείται καθημερινά στο περιβάλλον της αλλά και τη διαφυγή σε έναν υπόγειο, μυστικό κόσμο που –αν είναι τυχερή– τον μοιράζεται και τον ανακαλύπτει μαζί με κάποια στενή της φίλη.
Πριν βγει στον κόσμο (η γυναίκα συγγραφέας) και βρει τη δική της φωνή, έχει ήδη κληρονομήσει τη φωνή/φωνές του τόπου και της κοινότητας που έχει μεγαλώσει, τα πρόσωπα με τα οποία μοιράστηκε τις πρώτες συγκινήσεις και που εν πολλοίς την έκαναν τη γυναίκα που είναι σήμερα, εκείνη που γράφει και τους επαναφέρει στη ζωή μέσα από την αναδιήγησή της. Αόρατοι και ορατοί, ζωντανοί και νεκροί ηχούν μέσα της και υπαγορεύουν στην πένα της να γράψει, έστω και αν η ίδια έχει δραπετεύσει μακριά από τις απαιτήσεις και τις απαγορεύσεις αυτής της πρώτης στενής κοινότητας που εν προκειμένω είναι μια φτωχογειτονιά της Νάπολης, τη δεκαετία του πενήντα, όπου η έλλειψη χώρου τους υποχρέωνε να ζουν ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλο, η γλώσσα τους ήταν η ναπολιτάνικη διάλεκτος και μόνο οι πιο προνομιούχοι και καλλιεργημένοι ήταν σε θέση να μιλήσουν Ιταλικά, ενώ η μοναδική δυνατότητα να «ξεφύγει» κάποιος ήταν να μάθει γράμματα – μια πραγματικότητα γνώριμη και στα καθ’ ημάς.
Από πρώτο κεφάλαιο μαθαίνουμε πως η κεντρική ηρωίδα/αφηγήτρια/συγγραφέας Έλενα (Λενούτσα ή Λενού) Γκρέκο, όταν χάνονται όλα τα ίχνη της παιδικής της φίλης, Λίλας, αποφασίζει να ανακαλέσει με κάθε λεπτομέρεια το κοινό παρελθόν τους, αλλά και τον περίγυρό τους, τα πρόσωπα της γειτονιάς, τα διάφορα συμβάντα και τις κοινές τους εμπειρίες, αλλά και τις κρίσιμες στιγμές αυτής της σχέσης που διαρκεί όσο η ζωή τους.
Αυτά είναι τα θέματα που διέπουν την Υπέροχη φίλη μου, το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας, ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, πολλαπλών μεταμορφώσεων και εμβριθούς αποτύπωσης της γυναικείας ταυτότητας/επιθυμίας. Από το πρώτο κεφάλαιο μαθαίνουμε πως η κεντρική ηρωίδα/αφηγήτρια/συγγραφέας Έλενα (Λενούτσα ή Λενού) Γκρέκο, όταν χάνονται όλα τα ίχνη της παιδικής της φίλης, Λίλας, αποφασίζει να ανακαλέσει με κάθε λεπτομέρεια το κοινό παρελθόν τους, αλλά και τον περίγυρό τους, τα πρόσωπα της γειτονιάς, τα διάφορα συμβάντα και τις κοινές τους εμπειρίες, αλλά και τις κρίσιμες στιγμές αυτής της σχέσης που διαρκεί όσο η ζωή τους. «Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό,τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου», γράφει η Έλενα, μόλις μαθαίνει για την «εξαΰλωση» της φίλης της. Οι δυο γυναίκες είναι τώρα γύρω στα εξήντα πέντε και στον πρώτο αυτόν τόμο περιγράφονται η παιδική ηλικία και η εφηβεία τους, το δε μυθιστόρημα σταματάει (αλλά δεν τελειώνει) με την σπαραχτική σκηνή του γάμου της Λίλας στα δεκαέξι της, που περιγράφεται περισσότερο ως μια χυδαία συναλλαγή παρά ως μυστήριο.
Λίλα, η τρομερή
Από την αρχή του μυθιστορήματος νιώθουμε πως η Λίλα θα παραμείνει παγιδευμένη στον μικρόκοσμο της γειτονιάς ενώ η Έλενα –η συγγραφέας– θα σπάσει τα ασφυκτικά όρια που της επιβάλλονται και θα μάθει, έστω και με τον δύσκολο τρόπο, να επιβιώνει. Η Έλενα συναντάει την υπέροχη φίλη της στο δημοτικό σχολείο. Και τα δυο κορίτσια προέρχονται από φτωχές οικογένειες. Η Λίλα Τσερούλο είναι η κόρη του τσαγκάρη Φερνάντο Τσερούλο, ο δε πατέρας της Έλενα είναι θυρωρός στο δημαρχείο. Η Έλενα εντυπωσιάζεται από τη Λίλα επειδή είναι «πολύ κακιά», ατρόμητη, άγρια, φαρμακερή τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις. Η Λίλα δεν αφήνει καμία επίθεση εναντίον της αναπάντητη. Όταν η Λίλα ρίχνει πέτρες σε μια συμμορία αγοριών, το κάνει αποφασισμένη να εκδικηθεί και να πάρει το αίμα της πίσω, ενώ η Έλενα δεν το πολυπιστεύει αλλά ακολουθεί τη φίλη της. Κανένας δεν μπορεί να παραβγεί σ’ αυτό το αδύνατο, φοβερό και τρομερό κορίτσι, που άλλοι την τρέμουν και άλλοι τη θαυμάζουν. Τα αγόρια την αποφεύγουν επειδή είναι αδύνατη και βρόμικη, έχει σημάδια από μελανιές και κοψίματα και επειδή η γλώσσα της είναι δηλητηριώδης και αδυσώπητη. Η φήμη της Λίλας εξαπλώνεται όταν ανακαλύπτουν πως έμαθε μόνη της να διαβάζει σε ηλικία τριών χρόνων και δεν υπάρχει θέμα, μαθηματικό πρόβλημα ή άσκηση που να μη το λύνει πρώτη και καλύτερη. Για τη Λίλα και την Έλενα η απόκτηση παιδείας και μόρφωσης είναι ο μοναδικός τρόπος για να δραπετεύσουν από τις συνθήκες ζωής τους, να αποκτήσουν χρήματα και να ανέβουν κοινωνική τάξη. Όμως η Λίλα αναγκάζεται να «προσγειωθεί» νωρίς καθώς η οικογένεια δεν πληρώνει για να συνεχίσει το σχολείο ενώ οι γονείς της Έλενα, μετά από έναν μικρό δισταγμό, δέχονται να πληρώσουν.
Η «Χώρα της Γραφής»
Σε σημεία δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη σκέψη πως αυτό το δίπολο ίσως να είναι οι δυο πλευρές της ίδιας γυναίκας, δηλαδή, αν η Λίλα δεν υπήρχε, η Έλενα θα αναγκαζόταν να την επινοήσει προκειμένου να εξελιχτεί και να γίνει αυτό που έγινε στη συνέχεια.
Η Έλενα καταφεύγει άλλοτε στον δικό της κόσμο –της φαντασίας και των βιβλίων– και άλλοτε στον κόσμο της Λίλας, η οποία πέρα από alter ego λειτουργεί και ως όχημα για τη μετάβασή της από την άθλια φτωχογειτονιά στη «χώρα της γραφής». Σε ολόκληρο το πρώτο μέρος υπάρχει μια συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στη Λίλα και την Έλενα, που ξεκινά από την εποχή που είναι ακόμα εξάχρονα κοριτσάκια και αποφασίζουν να ανεβούν μια σκοτεινή σκάλα που οδηγεί στο σπίτι του δον Ακίλε, μια εξόρμηση που σηματοδοτεί και την είσοδό τους στον σκοτεινό κόσμο των φαντασιώσεών τους, αλλά και την έναρξη της μακράς φιλίας τους. Ο δον Ακίλε ήταν ο «δράκος του παραμυθιού» που όλοι μισούσαν και απέφευγαν: «Ήταν ένα ον πλασμένο από απροσδιόριστο υλικό, μπορεί από σίδερο, γυαλί ή ακόμη και τσουκνίδα, όμως ζωντανό, ολοζώντανο, με τη ζεστή του ανάσα να ξεπηδά από τη μύτη και το στόμα του». Αυτή η «επέλαση» στο σκοτεινό και μυστηριώδες χαρακτηρίζει και τη σχέση των δυο κοριτσιών, καθώς ενθαρρύνουν και παρασύρουν η μια την άλλη. Σε σημεία, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη σκέψη πως αυτό το δίπολο ίσως να είναι οι δυο πλευρές της ίδιας γυναίκας, δηλαδή, αν η Λίλα δεν υπήρχε, η Έλενα θα αναγκαζόταν να την επινοήσει προκειμένου να εξελιχτεί και να γίνει αυτό που έγινε στη συνέχεια. Μια εξόρμηση στη θάλασσα με τη φίλη της, οι σύντομες διακοπές στην Ίσκια, η ευκαιρία να πάρει κάποια βιβλία από τη βιβλιοθήκη, ένα σημείωμα με την ενθάρρυνση μιας καθηγήτριας, ένα σχέδιο για ένα όμορφο ζευγάρι παπούτσια, η υπόσχεση πως θα δημοσιευθεί ένα άρθρο για πρώτη φορά σε ένα περιοδικό, μια συζήτηση με ένα αγόρι που θαυμάζει τη σκέψη του, αποκτούν μια ιδιαίτερη λάμψη και βαρύτητα, έστω και αν ως φόντο υπάρχει πάντα η φτώχεια, η άγνοια, η βία, οι απειλές των γονιών και η αγωνία κάποιων να εκφραστούν στα ιταλικά.
Σε κάποιες σκηνές, παρότι η Φερράντε παραμένει πιστή στον ρεαλισμό των περιγραφών της, ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα αρχίζουν να μεταβάλλονται, τα γεγονότα μοιάζουν να εκτυλίσσονται σε αργή κίνηση λες και λαμβάνουν χώρα σε άλλο πλανήτη ή σε άλλο χωροχρόνο με διαφορετική ατμοσφαιρική πίεση. Έτσι συμβαίνει, μοιάζει να μας λέει η Φερράντε, στον κόσμο των γυναικών: Η πραγματικότητα, όταν δεν παραλείπεις τις λεπτομέρειες γίνεται εξωπραγματική, όταν επιχειρείς να περιγράψεις τις γυναίκες όπως είναι και όχι επιστρατεύοντας τα στερεότυπα, διακρίνεις πως μπορεί μεν να μιλάνε συνεχώς αλλά σπανίως μιλάνε στον εαυτό τους· μπορεί να είναι εντυπωσιακές και ποθητές αλλά ταυτόχρονα υφίστανται «εξαΰλωση»· μοιράζονται τα πάντα αλλά δεν έχουν ακόμα γλώσσα για να περιγράψουν τις μύχιες επιθυμίες τους και τις λειτουργίες του σώματός τους χωρίς κλισέ, χυδαιότητα ή αποστειρωμένη γλώσσα. Σ’ αυτόν τον κόσμο οι γυναίκες βίωναν (και βιώνουν) αφόρητη μοναξιά χωρίς να μένουν ποτέ μόνες και όταν σωπαίνουν είναι επειδή στον εγκέφαλό τους συνωστίζονται πλήθη, αναρίθμητες ακατανόητες φωνές και άρρητες επιθυμίες.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στο New Yorker, στην Nicola Lagiola, η Φερράντε λέει πως υπάρχουν θέματα που εξακολουθούν να είναι ταμπού, όπως το θέμα της περιγραφής της γυναικείας εμπειρίας και όπως η Τζέιν Όστιν έκρυβε τα γραπτά της κάθε φορά που κάποιος πλησίαζε ή έμπαινε στο δωμάτιο, έτσι κι εκείνη φρόντιζε να κρατάει κρυφή αυτή τη δραστηριότητά της αλλά και την ταυτότητά της, διατηρώντας έτσι μεγαλύτερη ελευθερία να μιλήσει για τον «σκοτεινό» κόσμο των γυναικών στη γενέτειρά της.
Μεταμοντερνισμός και μαγικός ρεαλισμός
Πρόκειται, εν πολλοίς, για γυναικείο μυθιστόρημα, όμως πολύ απέχει από τα γλυκερά για να μην πω ροζ αφηγήματα, αν θέλαμε να του δώσουμε οπωσδήποτε ένα χρώμα θα ήταν ένα βαθύ, βαθύτατο σκούρο κόκκινο, καθώς το αίμα ως σύμβολο αλλά και ως μοτίβο εμφανίζεται σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου.
Η Φερράντε είναι τολμηρή και δεν εννοώ στις περιγραφές της: είναι τολμηρή στις τεχνικές που ακολουθεί προκειμένου να μιλήσει για την αφύπνιση των αισθήσεων, τη σύγχυση της επιτακτικής επιθυμίας για το σώμα του άλλου με τον αιφνιδιασμό από τις λειτουργίες του δικού της σώματος, την ακατανόητη έλξη και πόθο για απαγορευμένα άτομα, αλλά κυρίως για τη γυναικεία εμπειρία, τη διαστολή που υφίσταται σε στιγμές ο κόσμος τους (ίσως υπό την επίδραση των ορμονών)· μιλάει για εκείνη την εξωπραγματική αίσθηση που κυριαρχεί στην εφηβεία και σε πείθει πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από αυτόν που παρουσιάζεται μπροστά σου. Πρόκειται, εν πολλοίς, για γυναικείο μυθιστόρημα, όμως πολύ απέχει από τα γλυκερά, για να μην πω ροζ αφηγήματα· αν θέλαμε να του δώσουμε οπωσδήποτε ένα χρώμα θα ήταν ένα βαθύ, βαθύτατο σκούρο κόκκινο, καθώς το αίμα ως σύμβολο αλλά και ως μοτίβο εμφανίζεται σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου. Σε κριτικές που έχουν γραφεί σε σημαντικά ξένα έντυπα είπαν πως επειδή υπάρχουν τόσο έντονες περιγραφές σωματικών λειτουργιών μαζί με εκείνη τη συνεχή αίσθηση ρευστότητας, η γραφή της Φερράντε προσομοιάζει με τη γραφή της Βραζιλιάνας Κλαρίς Λισπέκτορ, και εναρμονίζεται με τις θεωρίες του δεύτερου φεμινιστικού κύματος, δηλαδή το feminine ecriture της Γαλλίδας Ελέν Σιξούς για τη γυναικεία γραφή (James Wood, New Yorker). Αλλά, νομίζω πως η «περίπτωση» της «μυστηριώδους» Φερράντε είναι διαφορετική. Παρότι είναι προφανές πως η Ιταλίδα συγγραφέας έχει γνώση και κατάρτιση των φεμινιστικών (και μεταφεμινιστικών) θεωριών για τη σχέση σώματος και αναπαραγωγής με τη γραφή, εν τούτοις, η γραφή της (και όχι η θεματική της) δεν ακολουθεί τη ρευστότητα της φράσης, το λυρισμό, τη σημασία της βαρύτητας και του ήχου της κάθε λέξης καθώς και της σιωπής, τη φροντίδα για την απόδοση του κυματισμού και των παρηχήσεων, μέσα από τη σύνταξη της πρότασης, όλα όσα διέπουν τη feminine ecriture, μια γραφή που προσομοιάζει περισσότερο με κείμενα μοντερνιστών (Μπέκετ, Τζόις, Γουλφ) και οπωσδήποτε δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε κείμενα γραμμένα από γυναίκες. Η φράση της Φερράντε είναι δομημένη, δεν υπάρχει κανένας πειραματισμός στη μορφή ή στη σύνταξη της πρότασης, διαφορετικά –πιστεύω– δε θα μπορούσε να διαβαστεί από έναν τόσο μεγάλο αριθμό αναγνωστών, συνεπώς πολύ απέχει από τον μοντερνισμό της Σιξούς, τον ποιητικό λυρισμό της Λισπέκτορ ή ακόμα και τον μετά-μεταμοντερνισμό της Κασκ.
Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά της να αποκαταστήσει τη μνήμη, δεν διστάζει να «φορτώσει» τη γλώσσα εκεί όπου αυτή κρίνει απαραίτητο, δημιουργώντας ένα υβριδικό είδος: σχολαστικός ρεαλισμός με διαλλείματα μαγικού ρεαλισμού, ένας μαγικός ρεαλισμός που εδώ «παρεμβαίνει» ως μέσον «διαχείρισης» και προβολής των κρίσεων αλλά και περιγραφής και απόδοσης του φαντασιακού – στιγμές όπου η συνείδηση διαστέλλεται, οι φυσικοί νόμοι καταργούνται και εμφανίζεται η ονειρική διάσταση, μαζί με την αποκάλυψη του βαθύτερου ψυχισμού των ηρώων.
Η «παραβίαση» των περιγραμμάτων
Σε όλο το μυθιστόρημα κυριαρχεί το μοτίβο της καταπάτησης των ορίων και της «παραβίασης των περιγραμμάτων», είτε πρόκειται για τα όρια της κοινότητας, της γλώσσας, των άγραφων νόμων ή ακόμα και το ίδιο τους το σώμα, και παρότι η Λίλα είναι εκείνη που το κάνει εξακολουθητικά και επιδεικτικά, η Έλενα θα τα παραβιάσει πραγματικά. «Στις 31 Δεκεμβρίου του 1958, η Λίλα ένιωσε για πρώτη φορά τι σημαίνει εξαϋλωση. Ο όρος δεν είναι δικός μου, τον χρησιμοποιούσε πάντα εκείνη αλλοιώνοντας τη σημασία της λέξης. Και δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Έλεγε συχνά πως είχε την αίσθηση ότι μεταφερόταν για κλάσματα του δευτερολέπτου σε κάποιο άτομο ή σε κάποιο πράγμα ή σε κάποιον αριθμό ή σε κάποια συλλαβή, παραβιάζοντας τον περίγραμμά του».
Η απόπειρα να βγάλει στο φως και να περιγράψει τις εν πολλοίς ασυνείδητες διεργασίες διατρέχει κινδύνους, τους οποίους η Φερράντε αποφεύγει, αν και σε σημεία μοιάζει να παρασύρεται από τον οίστρο της, προσηλωμένη στην αποτύπωση της λεπτομέρειας γράφει σκηνές που θα μπορούσαν να είναι πιο συμπυκνωμένες και περιεκτικές ή επιδίδεται σε περιγραφές που στο τέλος καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο από αυτόν που τους αναλογεί.
Κι όμως η Λίλα ακολουθεί ό,τι είναι αναμενόμενο για κάθε κορίτσι: γάμος, αποκατάσταση, παραμονή στην πόλη, ενώ η «φρόνιμη» Έλενα είναι εκείνη που κάνει τη διαφορά, χωρίς μάλιστα να έχει υποστεί «εξαΰλωση», το αντίθετο μάλιστα: από το πρώτο ήδη μέρος της τετραλογίας βλέπουμε πως η Έλενα έχει καλύτερη σχέση με το σώμα της, απολαμβάνει τις ερωτικές επαφές, διεγείρεται από ένα φιλί, αποζητά το χάδι, και η καταβύθισή της στα βιβλία και στη μάθηση όχι μόνο δεν περιορίζουν το ερωτικό της ένστικτό της αλλά μάλλον το τροφοδοτούν και την ωθούν στο να διεκδικήσει την ικανοποίησή του, ενώ η Λίλα αφήνεται στη χυδαιότητα του νεοπλουτισμού και των ξένων ορέξεων.
Η Έλενα λίγο πριν το τέλος γίνεται παρατηρητής αυτής της χυδαιότητας και της αλλοφροσύνης που κυριαρχεί στον μικρόκοσμο της γειτονιάς της, και χωρίς να έχει ακόμα δοκιμάσει τις δικές της ικανότητες, τον απορρίπτει. Υποψιάζεται πως ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει είναι να σπάσει το δικό της περίγραμμα και να γίνει «η υπέροχη φίλη» του εαυτού της. Τότε θα θυμηθεί τα λόγια της δασκάλας της: «Ξέρεις τι είναι πληβείοι;» την είχε κάποτε ρωτήσει. Και τώρα, καθώς βλέπει τη φίλη της να βαδίζει προς την εκκλησία με τον γιο του παντοπώλη, θα δώσει τη δική της απάντηση: «Το τι ήταν οι πληβείοι το έμαθα εκείνη τη στιγμή και με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι πριν από χρόνια που με είχε ρωτήσει η Ολιβιέρο. Πληβείοι ήμασταν εμείς. Πληβείοι ήταν οι καβγάδες για το φαγητό και το κρασί, οι φιλονικίες για το ποιος θα σερβιριστεί πρώτος και καλύτερος, πληβείοι ήταν η μητέρα μου, που τώρα στηριζόταν στον ώμο του πατέρα μου και γελούσε με στόμα ορθάνοιχτο με τα σεξουαλικά υπονοούμενα εμπόρου μετάλλων. Όλοι γελούσαν αλλά και η Λίλα με ύφος ανθρώπου που έχει αναλάβει έναν ρόλο και πρέπει να το φέρει εις πέρας».
Η απόπειρα να βγάλει στο φως και να περιγράψει τις εν πολλοίς ασυνείδητες διεργασίες διατρέχει κινδύνους, τους οποίους η Φερράντε αποφεύγει, αν και σε σημεία μοιάζει να παρασύρεται από τον οίστρο της. Προσηλωμένη στην αποτύπωση της λεπτομέρειας γράφει σκηνές που θα μπορούσαν να είναι πιο συμπυκνωμένες και περιεκτικές ή επιδίδεται σε περιγραφές που στο τέλος καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο από αυτόν που τους αναλογεί. Κατά τα λοιπά, θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα ακραιφνώς φεμινιστικό μυθιστόρημα καθώς απελευθερώνει τις ηρωίδες της από τα στερεότυπα, προβάλλει το βάθος και τη σκοτεινιά τους, ενώ στις σκηνές που η συγγραφέας εγκαταλείπει τον ρεαλισμό, αποκαλύπτει τις πραγματικές δυνατότητές της, όπως η σκηνή στο μπάνιο με τα δυο κορίτσια, λίγο πριν η Λίλα οδηγηθεί στην εκκλησία, όπου μπορούμε να μιλήσουμε και για την «καταπάτηση των περιγραμμάτων στην γραφή» ή η σκηνή στην Ίσκια, την πρώτη φορά που έρχεται σε επαφή με τον πόθο της. Κατά τα λοιπά, το μυθιστόρημα έχει τη φόρμα και τη γλώσσα εκείνη που το κάνει προσβάσιμο στο ευρύτερο κοινό – κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι το μεμπτό. Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση συντελεί στην ανάδειξη των μέσων και των τεχνικών της συγγραφέως. Περιμένουμε τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο τόμο.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Η υπέροχη φίλη μου
Η τετραλογία της Νάπολης-Βιβλίο πρώτο
Elena Ferrante
Μτφρ. Δήμητρα Δότση
Εκδ. Πατάκη 2016
Σελ. 440, τιμή εκδότη €17,70
Η τετραλογία της Νάπολης-Βιβλίο πρώτο
Elena Ferrante
Μτφρ. Δήμητρα Δότση
Εκδ. Πατάκη 2016
Σελ. 440, τιμή εκδότη €17,70
πηγη
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου