Κυριακή 19 Ιουλίου 2015


Για την παράσταση Οι τυφλοί του Maurice Maeterlinck, που ανέβηκε στις 12 και 13 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. 
Του Γιώργου Π. Πεφάνη
Στο εκτυφλωτικό φως και στο βαθύ σκοτάδι βασιλεύει η σιωπή. Το βασίλειο της σιωπής είναι αυτοί οι ανεπαίσθητοι ήχοι που αποκτούν απροειδοποίητα όγκο και βαρύτητα, που διαπερνούν ξαφνικά την ανθρώπινη ύπαρξη όταν τα μάτια τυφλώνονται στο κυριαρχικό φως ή βυθίζονται στο σκοτάδι, όταν δηλαδή η συνείδηση απορεί.


Στην παράσταση των Τυφλών του Maeterlinck η διπλή οδός της τύφλωσης (του επιθετικού φωτός και του καθηλωτικού σκότους) αποδόθηκε από τη σκηνοθεσία της Ζωής Χατζηαντωνίου (όπως αρμόζει σε συμβολιστικά έργα) με υπαινιγμούς και χαμηλές ηχητικές ατμόσφαιρες τόσο στο επίπεδο της σωματικής δυσχέρειας, όσο και (ακόμα περισσότερο) σε εκείνο της ψυχολογικής και υπαρξιακής δυστοπίας. Η συνθήκη της απορίας σκιαγραφείται (άλλο ένα ρήμα-παιχνίδισμα του φωτός και του σκοταδιού) με έναν ιδιάζοντα τρόπο. Άπορος, στην περίπτωσή μας, είναι αυτός που δεν μπορεί να αντλήσει πόρους από τα αισθητηριακά του δεδομένα (την όραση) και δεν έχει τρόπο να δρασκελίσει το όριο που του θέτει αυτή η απορία. Η πρώτη απορία συνυφαίνεται με τη δεύτερη, όπως η άγνοια με το σκοτάδι: μεταφορικά ή μετωνυμικά, οι δύο αυτές έννοιες πλέκονται συνεχώς κατά τη διάρκεια της παράστασης, για να αναδυθεί εντέλει ένα βαθύ υπαρξιακό δράμα, το δράμα της απορίας.
Το «δράμα» του αδύνατου περάσματος από το σκοτάδι στο φως, από την άγνοια στη γνώση από το σκιώδες εγώ στον άλλον.
Το «δράμα» (η λέξη ας τεθεί σε εισαγωγικά καθώς η δράση είναι στοιχειώδης, χωρίς όμως και να απορεί) του αδύνατου περάσματος από το σκοτάδι στο φως, από την άγνοια στη γνώση από το σκιώδες εγώ (ποιος είμαι εγώ για εμένα που δεν με βλέπω;) στον άλλον. Διότι εν τέλει η απορία των τυφλών ανθρώπων κορυφώνεται στον άλλον που δεν μπορούν να δουν (μπορούν μόνο να ακούσουν τον ψίθυρό του) και στον Άλλον, αυτόν τον ανυπέρβλητο Άλλον (που ούτε καν μπορούν να ακούσουν), τον κρυμμένο πίσω από το φως και μέσα στη σιωπή της νύχτας, τον Άλλον που μπορούμε να ονομάσουμε «θάνατο», «αλήθεια», «Θεό», ανάλογα με τον προσανατολισμό της σκέψης που ακολουθούμε. Η απορία των τυφλών είναι η συνειδητοποίηση του αδιάβατου (ή του άβατου;) που μας χωρίζουν από αυτές τις έννοιες, του αδιάβατου που αναβάλλει συνεχώς το περιεχόμενο των εννοιών αυτών και τις καθιστά αδύνατες, απρόσβατες και σκηνικά φαντασματικές.
Tyfloi-2Από τη στιγμή που εισέρχονται οι ηθοποιοί όλοι μαζί σαν ένα φαντασματικό σώμα στη σκηνή έως το τέλος που διαχέονται σαν σκιές στον χώρο, τα βήματα των τυφλών, τα διστακτικά και φοβισμένα βήματα είναι αυτά που τους έχουν αρνηθεί τη δυνατότητα μετακίνησης, είναι βήματα χωρίς κίνηση, αφού κάθε κίνηση προϋποθέτει ένα αλλού, το οποίο εδώ απουσιάζει, είναι οιονεί βήματα, μια τυφλή επανάληψη ενός βήματος και όχι απλώς ένα τυφλό βήμα που συνεπάγεται μια στοιχειώδη μετατόπιση. Όταν οι τυφλοί βηματίζουν το μόνο που μετακινείται (εάν υπάρχει κάτι τέτοιο) είναι ο χρόνος, οι ίδιοι είναι εγκλωβισμένοι σε μια παραλυτική εμμένεια, όπου ακόμα και ο άλλος δεν είναι παρά μια σκιά φαντάσματος για το εγώ. Τόποι απορίας λοιπόν είναι το σκηνικό των Τυφλών, που δημιούργησε με ευστοχία η Ελίνα Λούκου, μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά (σαν ένα χαϊντεγγεριανό Holzweg), τόποι χωρίς περάσματα, χωρίς διόδους, χωρίς καμία προστασία και χωρίς προβολές που θα στοιχειοθετούσαν ένα ελάχιστο μέλλον ─ η μόνη προβολή είναι αυτή του πάντα επικείμενου θανάτου, του Άλλου, του αναβαλλόμενου τέλους, που εδώ, στη σκηνή που στήνει ο Maeterlinck και μέσω αυτού η Χατζηαντωνίου, είναι το νερό, το νερό της θάλασσας, η οποία υποτονθορύζει το μυστικό ενός υδάτινου κατωφλίου, ενός αδιόρατου περάσματος (προς τον θάνατο· προς την ελευθερία; Μπορούμε να απαντήσουμε;).
Αυτό το έργο που γράφει ο Maeterlinck μόλις το 1890, πριν από τον Ibsen και πολύ πριν από τον Beckett και τον Sartre, γράφεται έκτοτε ξανά και ξανά σε διαφορετικά συγκείμενα και ποικίλα ερμηνευτικά πρίσματα, ώστε είναι δύσκολο (αν όχι ανεπίτρεπτο) να αξιωθεί μία δεσπόζουσα ερμηνεία. Οι τόποι της απορίας που προτείνω εδώ προβάλλουν μάλλον την απουσία των πόρων παρά προκρίνουν μια νέα ερμηνεία, που ούτως ή άλλως κανένα γνήσιο συμβολιστικό έργο δεν θα επιδεχόταν ως πανάκεια.
Στο στόμα όλων των ηθοποιών υπήρχε ένα ερωτηματικό: ένα ερωτηματικό αργόσυρτο, διαρκές, επίβουλο, σπαρακτικό και ζοφερό.
Η ίδια δε η παράσταση δημιούργησε, νομίζω, έναν τέτοιο τόπο απορίας και με το νόημα αυτό πέτυχε τον στόχο της: να συνδέσει την τυφλότητα με την επιφατική συνύπαρξη και άρα με την υπαρξιακή μοναξιά, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι με τη σωματική αναπηρία. Η φράση του γαλλικού κειμένου «Il faut songer à vivre» παραπέμπει στην τόλμη και στον οραματισμό του ζην και όντως ένα από τα πρόσωπα παραδέχεται ότι μπορεί να βλέπει μόνο όταν ονειρεύεται. Όμως τα όνειρα παραμένουν όνειρα, πρόσκαιρες διαφυγές από την πραγματικότητα, χωρίς ίχνη οραματισμού. Αυτή η διαφυγή από την πραγματικότητα της τύφλωσης, της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, του γήρατος είναι η ίδια η κατάφαση της τύφλωσης, της μοναξιάς, της εγκατάλειψης και του γήρατος. Το πραγματικό όμως, που για τη σκέψη ενός συμβολιστή λανθάνει βαθιά μέσα στις συμβολικές μορφές του ονείρου και της φαντασίας, όσο το αποφεύγεις τόσο αυτό ισχυροποιεί τις μάσκες του. Όπως γράφει ο Alain Badiou στο πρόσφατο βιβλίο του À larecherche du réel perdu, «το πραγματικό δεν αποκτάται παρά μόνο εάν αφαιρεθούν οι μάσκες του».[1] Αυτή η φράση που θα ταίριαζε πολύ σε μια εισαγωγική προσέγγιση της πιραντελλικής δραματουργίας, ταιριάζει και ως αφετηρία σκέψης γύρω από την ατμοσφαιρική παράσταση των Τυφλών, μία από τις καλύτερες που παρουσιάζει εφέτος το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, σε προσεκτική, αλλά και αρκούντως υπαινικτική μετάφραση της Δήμητρας Κονδυλάκη[2] και σε εξαιρετικές μουσικές και ηχητικές συνθέσεις του Δημήτρη Καμαρωτού.
Στο στόμα όλων των ηθοποιών υπήρχε ένα ερωτηματικό: ένα ερωτηματικό αργόσυρτο, διαρκές, επίβουλο, σπαρακτικό και ζοφερό. Όλοι τους ψιθύριζαν και οι ψίθυροί τους γίνονταν ζόφος καθώς διαχέονταν με την ερωτηματική τους δύναμη στον σκοτεινό μεγάλο χώρο του κτιρίου Η της Πειραιώς 260. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που δεν μπορείς να διακρίνεις τη μία ή την άλλη ερμηνεία, καθώς λειτουργούσαν όλοι ως χορός εν απορία, χωρίς να αφήνουν όμως καμία απορία, καμία αμφιβολία για τη σκηνική τους δύναμη. Θα αναφέρω απλώς τα ονόματά τους: Ξένια Καλογεροπούλου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Ανέζα Παπαδοπούλου, Χρήστος Στέργιογλου, Χάρης Τσιτσάκης, Μηνάς Χατζησάββας. 
* O ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΠΕΦΑΝΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας.......  κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους 


ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Η ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στηρίξτε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ ε την προσπάθεια μας με ένα LIKE! ΣΤΟ 

ΠΗΓΗ


Η γελοιογραφία της Ημέρας από τον KYR


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΤΤΙΚΟ ΣΦΥΓΜΟ




Οι Ειδήσεις της Ημέρας από την εφημερίδα Σφυγμός ....Συνεχείς ενημέρωση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ .....ΣΦΥΓΜΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΦΥΓΜΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ




Από το Blogger.

Followers

Translate

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

Το Κ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. «Ορίζοντες» ανοίγει τα φτερά του και μας υποδέχεται όλους...

Στηρίζουμε, δείχνουμε την αγάπη μας, επιλέγοντας από την πλούσια γκάμα γιορτινών δώρων   απ’   το σχολείο μας    Σε μια χρονιά με πρωτόγνωρε...

ΣΦΥΓΜΟΣ TV ...Εταιρεία ΜΜΕ...δημοσιογραφικής κάλυψης