Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Μνήμες υπανάπτυξης, αλλά και θέληση αν μη τι άλλο να πεις, να μιλήσεις, να εκφράσεις. Κοντά στον Πέδρο Χαουάν Γκουτιέρες, αλλά με μια ιδιάζουσα, σπαρακτικά μελαγχολική, συμπυκνωμένη σοφία (το βάρος του ονόματος, βλέπεις)
, ο Κανέκ Σάντσες Γκεβάρα [Canek Sánchez Guevara] (Αβάνα, 1974 - Πόλη του Μεξικού, 2015) μιλάει για την Κούβα που, ως φαίνεται, δεν μπορείς παρά να τη λατρεύεις μισώντας την και να τη μισείς λατρεύοντάς την.
, ο Κανέκ Σάντσες Γκεβάρα [Canek Sánchez Guevara] (Αβάνα, 1974 - Πόλη του Μεξικού, 2015) μιλάει για την Κούβα που, ως φαίνεται, δεν μπορείς παρά να τη λατρεύεις μισώντας την και να τη μισείς λατρεύοντάς την.
Ένας δίσκος 33 στροφών παίζει ατέρμονα, γυρίζει στο σαραβαλιασμένο πικάπ μιας ματαιωμένης ύπαρξης, είναι ήδη γρατζουνισμένος, και γεμίζει ολοένα κι άλλες γρατζουνιές — μέσα από τη μουσική του νιώθουμε τη θλίψη, την κατήφεια, το αδιέξοδο, την παράνοια.
Με ένα απλό ιδιοφυές τέχνασμα, ο Γκεβάρα λέει τα πάντα για την Αβάνα και την Κούβα. Ένας δίσκος 33 στροφών παίζει ατέρμονα, γυρίζει στο σαραβαλιασμένο πικάπ μιας ματαιωμένης ύπαρξης, είναι ήδη γρατζουνισμένος, και γεμίζει ολοένα κι άλλες γρατζουνιές — μέσα από τη μουσική του νιώθουμε τη θλίψη, την κατήφεια, το αδιέξοδο, την παράνοια.
Ο ήρωας του βιβλίου 33 Στροφές (μεταφράζει εξαίσια ο μαιτρ Αχιλλέας Κυριακίδης, σχεδιάζει λαμπρά το εξώφυλλο ο ταλαντούχος Χρήστος Κούρτογλου, εκδίδουν ανεπίληπτα οι εκδ. Ίκαρος) εμφανίζεται σε μια σειρά θλιμμένα τραγούδια και εσπευσμένα τραβηγμένες ασπρόμαυρες πολαρόιντ. Παρακολουθούμε την υγρή, σερνάμενη καθημερινότητά του, το πώς τρώει, πίνει, εργάζεται, περιπλανιέται, καπνίζει, ονειρεύεται — δεν είναι όνειρα ευοίωνα, είναι εφιάλτες καταδίωξης, σύλληψης, αναίτιου βασανισμού. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας σχεδόν ανώνυμος, σχεδόν ανύπαρκτος Κουβανός υπάλληλος, ένα ασήμαντο γρανάζι σε έναν μηχανισμό. Αλλά, όπως κάθε άνθρωπος, είναι στην πραγματικότητα σημαντικός, είναι ένα σύνολο, ανθρώπινο βαθιά ανθρώπινο, από σκέψεις, συναισθήματα, προσδοκίες, ευαισθησίες. Βλέπει, αφουγκράζεται, σκέφτεται. Και: καταγράγει. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε λεπτό. Η ζωή, γι᾽ αυτόν, ο κόσμος γύρω του, η ιστορία της χώρας του, είναι ένας «γρατζουνισμένος δίσκος (όλα επαναλαμβάνονται: κάθε μέρα είναι επανάληψη των προηγουμένων, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνας, κάθε χρόνος, κι από επανάληψη σε επανάληψη, ο ήχος εκφυλίζεται ώσπου δεν μένει παρά μια θολή και ανεγνώριστη ανάμνηση του αρχικού ακούσματος — η μουσική εξαφανίζεται, παίρνει τη θέση της ένα βραχνό, ακατάληπτο μουρμουρητό)», διαβάζουμε ήδη στην πρώτη σελίδα του βιβλίου.
Σε κάθε ένα από τα 33 κεφάλαια, τις 33 στροφές με τις οποίες γυρίζει ο γρατζουνισμένος δίσκος της αφήγησης, είναι παρών ο ίδιος, ο γρατζουνισμένος δίσκος, άλλοτε ως η χώρα, άλλοτε ως η ζωή, άλλοτε ως ο χρόνος, άλλοτε ως το σύμπαν, άλλοτε ως η μνήμη, άλλοτε ως το αναπότρεπτο. Ξανά και ξανά, σε κάθε στιγμή, ο γρατζουνισμένος δίσκος της ίδιας καθημερινότητας όπου ατέρμονα επαναλαμβάνονται, ασφυκτικά/ αδυσώπητα/ αμείλικτα, τα ίδια και τα ίδια.
Μοναδικές παρηγοριές, που ο αφηγητής/ήρωας ανακαλύπτει, μάλλον αργά, είναι το διάβασμα, η μουσική, και η φωτογραφία.
Μοναδικές παρηγοριές, που ο αφηγητής/ήρωας ανακαλύπτει, μάλλον αργά, είναι το διάβασμα, η μουσική, και η φωτογραφία. Ανακαλύπτει τα βιβλία, σαν να είναι κάτι απαγορευμένο, ζει άλλωστε σε μια κατάσταση όπου οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, «κι όλη αυτή η φάρα», όπως του λέει ο πατέρας του, είναι η ντροπή της χώρας! Μολοντούτο, διαβάζει, στην τύχη, καταβροχθίζει βιβλία, στα κουτουρού, είτε τον Κούντερα είτε τους Ρώσους κλασικούς, γιατί έτσι ανακαλύπτει «ένα ιδιωτικό σύμπαν πολύ πιο εκτεταμένο από τον περίγυρό του». Έτσι ξεφεύγει, όσο γίνεται, από τη στενότητα της καθημερινότητας, έτσι δραπετεύει στην πραγματικότητα.
Ανακαλύπτει τη μουσική, ακούει Μουσόρσγκι, αναρωτιέται μήπως δεν είναι παρά ένας καταπιεσμένος εστέτ, αλλά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ούτε καν αυτό. Βάζει μια κασέτα και ακούει τον αβανγκάρντ συνθέτη Edgar Varése, ενόσω τρώει το μπιφτέκι, που ο ίδιος, μόνος, ετοιμάζει, με λάδι και σκόρδο και ψωμί, μέσα στην θλιβερή καθημερινότητά του, μέσα στην έρπουσα μοναξιά του, μέσα στην ψυχοπνευματική του κόπωση. Η μουσική είναι βάλσαμο σε μιαν επικράτεια όπου η εποποιία έδωσε τη θέση της στην πλήξη, στην κοπάνα, και στην τεμπελιά, στη βρομιά, στην κλοπή, και στον εκβιασμό, στην επιτήρηση, στην παρακολούθηση, και στην αστυνόμευση, στην παρακμή, στο βάλτωμα, και στον στομωμένο αντιδημιουργικό μηδενισμό, στη σύγχυση: «Η σύγχυση είναι η μόνη βεβαιότητα», διαβάζουμε στα μισά του βιβλίου.
Ανακαλύπτει τη φωτογραφία. Έχει μια παλιά μηχανή, μια Kiev, κι ένας φίλος του έχει την στραπατσαρισμένη, κουβανέζικη καλοσύνη να του δανείσει γενναιόψυχα μια Pentax, δύο φακούς, κι ένα φλας. Περιπλανιέται στις ακτές, εκεί όπου ετοιμάζονται κάποιοι, τολμηροί και απελπισμένοι, να την κοπανήσουν, με αυτοσχέδια πλεούμενα, να φύγουν από τον «τροπικό σουρεαλισμό» της Κούβας, και να πλεύσουν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βρουν την τύχη τους. Φωτογραφίζει τους φυγάδες, «τα θύσιμα πιόνια στη σκακιέρα του Στενού». Και αποφασίζει, κάποια στιγμή, να φύγει μαζί τους, γιατί δεν αντέχει να του φαίνεται η ζωή του «σαν μια μάταιη λογοτεχνική άσκηση, ένα πειραματικό ποίημα, μια διατριβή για το άχρηστο και το ανώφελο».
Ανεβαίνει στην κακοφτιαγμένη βάρκα, κάνει κι αυτός σχέδια πάνω στη σχεδία, βιώνει όλη τη φυγή σαν ένα φωτορεπορτάζ που θα τον κάνει, ενδεχομένως διάσημο — θα γίνει κάτι σαν ο Γιόζεφ Κουντέλκα της Κούβας. Στη θάλασσα, ο ουρανός, όπως τον βλέπει ο φωτογράφος, είναι ένα νεγκατίφ, είναι το αρνητικό του εαυτού του. Τα κύματα είναι απηνείς δολοφόνοι, ρίχνουν τη βάρκα στα σαγόνια της θάλασσας, κι όλα στροβιλίζονται, τα πάντα διαλύονται, βυθίζονται στροφογυρίζοντας σαν γρατζουνισμένος δίσκος. Πάνε όλα. Μένει το βιβλίο. Χάνονται όλα. Μένει η λογοτεχνία. Βουλιάζουν όλα. Μένει η ελπίδα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Πίνουν ρούμι με τις ώρες. Το αλκοόλ ξυπνάει την
αναπόφευκτη νοσταλγία, αυτόν τον
γρατζουνισμένο δίσκο
του μακρινού παρελθόντος… Χωρίζονται, κι εκείνος παίρνει
το δρόμο για το σπίτι. Η πορεία μέσα στη νύχτα είναι
δύσκολη, με εμπόδια, με γκελ σε αμφιβολίες και τοίχους.
Δεν γράφουμε Ιστορία, σκέφτεται, απλώς την αφήνουμε να
μας παρασύρει. Σαν τα ρεύματα της θάλασσας.
Ξεμακραίνουμε απ᾽ την κόστα: η Ιστορία μάς παρασέρνει.
Μετά από τόσες δεκαετίες εξημέρωση, τώρα εξεγείρεται. Κι
επειδή είμαστε ανίκανοι να τη μεταμορφώσουμε, μας στέλνει
τον λογαριασμό».
αναπόφευκτη νοσταλγία, αυτόν τον
γρατζουνισμένο δίσκο
του μακρινού παρελθόντος… Χωρίζονται, κι εκείνος παίρνει
το δρόμο για το σπίτι. Η πορεία μέσα στη νύχτα είναι
δύσκολη, με εμπόδια, με γκελ σε αμφιβολίες και τοίχους.
Δεν γράφουμε Ιστορία, σκέφτεται, απλώς την αφήνουμε να
μας παρασύρει. Σαν τα ρεύματα της θάλασσας.
Ξεμακραίνουμε απ᾽ την κόστα: η Ιστορία μάς παρασέρνει.
Μετά από τόσες δεκαετίες εξημέρωση, τώρα εξεγείρεται. Κι
επειδή είμαστε ανίκανοι να τη μεταμορφώσουμε, μας στέλνει
τον λογαριασμό».
τιμή εκδότη €12,00
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου