Του Σωτήρη Βανδώρου
Το χρέος, κρατικό και ιδιωτικό, δεν πρέπει να ιδωθεί ως κάτι το δευτερογενές στο πλαίσιο λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δίνει τον τόνο στην οικονομία εδώ και μερικές δεκαετίες, πρωτίστως ως μηχανισμό χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όσο κυρίως ως σύστημα διαχείρισης ιδιωτικών και δημόσιων χρεών. Κατά προέκταση, κρίσιμη εν προκειμένω είναι η σχέση (εξουσίας) μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή.
Έτσι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι παρά το χρέος από τη σκοπιά των οφειλετών και ο τόκος από τη σκοπιά των πιστωτών. Ο Maurizzio Lazzarato, που υποστηρίζει αυτή τη θέση, προτείνει μάλιστα να αντικατασταθεί η έννοια του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ως παραπλανητικής) από αυτήν της «οικονομίας του χρέους». Στο δοκίμιό του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου επεξηγεί αναλυτικά αυτή την προσέγγιση για την οποία επιστρατεύει θεωρήσεις των Μαρξ, Νίτσε, Φουκώ και ιδίως των Ντελέζ και Γκουαταρί.
Το μοντέλο του χρεωμένου ανθρώπου συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ηθική της υπόσχεσης και της ενοχής
Αυτό που πρέπει εξ αρχής να τονιστεί είναι πως κατά τον Lazzarato, Ιταλό κοινωνιολόγο, φιλόσοφο και ακτιβιστή, το χρέος συνάπτεται με τη δική του ηθική, αυτή της υπόσχεσης (να τιμά κανείς το χρέος του) και της ενοχής (επειδή το απέκτησε), που είναι διαφορετική αλλά και συμπληρωματική προς την ηθική της εργασίας (προσπάθεια-ανταμοιβή). Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ηθική (προσταγή) διαπερνά σε βάθος τα άτομα, καθώς τα εμπλέκει σε μια διαδικασία υποκειμενοποίησης κατά την οποία ενεργοποιούνται η μνήμη, η συνείδηση, μηχανισμοί εσωτερίκευσης: τα εγκαλεί σε μια «εργασία επί του εαυτού», συγκροτώντας τα ως υποκείμενα υπεύθυνα και υπόχρεα απέναντι στους πιστωτές τους. Αυτό το μοντέλο, του χρεωμένου ανθρώπου, συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού κι απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του παραγωγού, αλλά κι από το πιο πρόσφατο (δεκαετίες 1980 & 1990) του επιχειρηματία (κατά το οποίο ο καθένας καλείτο να «πουλήσει»/πλασάρει όσο καλύτερα μπορεί τον εαυτό του).
Είναι ενδιαφέρον ότι η σημερινή επικράτηση του μοντέλου του χρεωμένου ανθρώπου συνάπτεται, κατά τον συγγραφέα, με την άρση ή εν πάση περιπτώσει με τη σχετικοποίηση της υπόσχεσης που ήταν ενεργή κατά τη φάση του μοντέλου του επιχειρηματία (του εαυτού του), ότι δηλαδή ο καθένας μπορεί να «πετύχει» και να πλουτίσει υπό την προϋπόθεση ότι κάνει τις σωστές κινήσεις στην αγορά. Τώρα, πια, το μείζον είναι να αναλάβει ο καθένας το βάρος των χρεών του και να επιδείξει τη σχετική υπευθυνότητα. Εδώ, η γενίκευση της χρήσης της πιστωτικής κάρτας συνιστά ένα τεκμήριο υπέρ της θέσης του συγγραφέα: η πίστωση τίθεται τρόπον τινά ως προεγκαθιδρυμένη σχέση, αυτομάτως και διαρκώς ενεργή άπαξ κι αποκτηθεί η κάρτα. Όμως, αυτή η σχέση επεκτείνεται διαρκώς. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των φοιτητικών δανείων, θεσμός που τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταστεί ο κανόνας σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Και στις δύο περιπτώσεις, από την πλευρά των οφειλετών αποδεικνύονται αποτυχημένα, καθώς η πλειονότητα όσων τα λαμβάνουν αδυνατούν να εξασφαλίσουν θέσεις εργασίας τέτοιες ώστε να μπορούν να τα αποπληρώσουν σε εύλογο διάστημα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ωφελημένοι οι πιστωτές. Στη βρετανική περίπτωση μάλιστα το χρέος καθίσταται δημόσιο καθώς το κράτος εγγυάται την αποπληρωμή του εφόσον αντικειμενικά δεν δύναται να το κάνει αυτό ο δανειολήπτης (βεβαίως αυτό δεν αποθαρρύνει Έλληνες πολιτικούς να προτείνουν να υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα και να χαρακτηρίζουν τις αντιδράσεις σε αυτήν ως μια ακόμη ένδειξη της αδυναμίας συντονισμού μας με όσα συμβαίνουν στον προοδευμένο κόσμο). Αλλά αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί περισσότερο είναι ότι στην περίπτωση του δανειζόμενου φοιτητή, αυτός φορτώνεται με χρέος πριν καν εισέλθει στην αγορά εργασίας κι αποκτήσει δικό του εισόδημα, ενώ επιπλέον η όλη διαδικασία τον ωθεί να σκεφτεί εργαλειακά τις σπουδές του: η επιλογή να επιλέξει αντικείμενο που εμφανίζεται επισφαλές ως προς τις επαγγελματικές προοπτικές και την οικονομική απόδοση φαντάζει (ακόμη πιο) «ανορθολογική»: οι σπουδές καθίστανται επένδυση και κάθε επένδυση κρίνεται από την απόδοσή της. Έτσι, όμως, η λογική του χρεωμένου ανθρώπου εμφιλοχωρεί σε κρίσιμες αποφάσεις του βίου. Επιπλέον, έχουμε εδώ την αλλαγή της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού: η γενίκευση του μοντέλου του φοιτητικού δανείου σηματοδοτεί την προϊούσα απαξίωση της παιδείας ως δημόσιου αγαθού και τη μετασχηματίζει σε μια «υπηρεσία» που οι ιδιώτες-καταναλωτές θα επιλέξουν με δική τους ευθύνη εάν και με ποιους όρους θα τη λάβουν. Αν δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια, ας πρόσεχαν: ας έκαναν καλύτερη επιλογή.
Αναδιατάσσοντας τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας
Δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από δραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση.
Ο Lazzarato ισχυρίζεται, γενικεύοντας, ότι η παραγωγή και η διαχείριση του χρέους είναι ένας μηχανισμός ο οποίος έχει καθοριστικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας αλλά και της πολιτικής, από την οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί. Στην τρέχουσα φάση, έχουμε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία εκτός όλων των άλλων αναδιατάσσει τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας. Πράγματι, εδώ δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση και στις οποίες ωστόσο η τρόικα (για να αφήσουμε στην άκρη τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων) επιμένει πεισματικά: οι απολύσεις στο Δημόσιο (που η ίδια τρόικα έχει δεχθεί ότι δεν έχουν δημοσιονομικό όφελος), η εμμονή στην υπερβολική μείωση του μισθολογικού κόστους (που καμία συνεισφορά στην «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας δεν προσφέρει), η διευκόλυνση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, η μείωση των αποζημιώσεων, η διεύρυνση του καθεστώτος της μερικούς απασχόλησης κ.ο.κ., γενικότερα η ακραία υποτίμηση της αξίας της εργασίας προκύπτει μέσω της διαχείρισης του χρέους.
Περιττό είναι επίσης να υπενθυμίσουμε πως αυτές οι ασκούμενες πολιτικές συνδυάζονται με την ενοχοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή του οφειλέτη, είτε εκπορεύεται από το εξωτερικό (οι τεμπέληδες Έλληνες) είτε από το ίδιο πάνω-κάτω εγχώριο πολιτικό προσωπικό που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε πρωτοστατήσει στον υπερδανεισμό, τη χρηματιστηριακή φούσκα κ.τλ. («μαζί τα φάγαμε»). Ο συγγραφέας προσθέτει ότι στο ίδιο γενικότερο πλαίσιο (που δεν αφορά δηλαδή μόνον χώρες που έχουν «υπερβολικό» χρέος) έχουμε την αποψίλωση του κράτους πρόνοιας στο βαθμό που τα κοινωνικά δικαιώματα μετασχηματίζονται σε κοινωνικά χρέη τα οποία με τη σειρά τους μετατρέπονται σε ιδιωτικά, όπως αντιστοίχως οι δικαιούχοι σε οφειλέτες. Είναι η ροή χρήματος στο κύκλωμα της πίστωσης που μπορεί να εγγυηθεί την εγγενή αντίφαση του συστήματος: ενώ η επιταγή είναι να μειώνονται οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές, δηλαδή ο εργαζόμενος να γίνεται φτωχότερος, ο καταναλωτής οφείλει να ξοδεύει ώστε να λειτουργεί η οικονομία. Και πώς θα το κάνει; Δανειζόμενος! Επομένως, στην ουσία έχουμε μια σημαντική μεταφορά πόρων από τους οφειλέτες στους πιστωτές στην οποία το ίδιο το κράτος έχει ενεργό ρόλο (π.χ. ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών την ίδια στιγμή που υπερφορολογεί και μειώνει τις παροχές).
Κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Το δοκίμιο του Lazzarato, που μπορεί να μην είναι τεχνικό, παρόλα αυτά είναι αρκετά απαιτητικό για τον ανεξοικείωτο αναγνώστη, μας δίνει μια πολύ διαφορετική οπτική από την κυρίαρχη και μας κάνει να σκεφτούμε βαθύτερα το πρόβλημα του χρέους στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού. Μας θυμίζει ότι τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα επιδέχονται πολλές διαφορετικές ερμηνείες και ήδη αμέσως-αμέσως ως προς τον τρόπο που ορίζει κανείς το πρόβλημα, ενώ και οι ίδιες οι έννοιες (π.χ. χρέος) μπορεί να καταστούν επίμαχες και διαμφισβητούμενες. Το όριο της θεώρησής του βρίσκουμε ότι έγκειται στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της, με την έννοια ότι κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι αν είσαι από την πλευρά των οφειλετών δεν έχεις καμία ευθύνη (διότι αυτή που σου αποδίδεται από το ίδιο το σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί εν τέλει παγίδευση) και ταυτόχρονα είναι μάταιη οποιαδήποτε πολιτική αντιμετώπιση που δεν προτάσσει ως στόχο την κατεδάφιση του συστήματος (π.χ. το να θέσει κανείς μεταξύ πολλών άλλων ως πολιτικό αίτημα τον έλεγχο των καθαρά κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ο Lazzarato θα το έβρισκε αφελές κι ατελέσφορο). Όμως, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: όλα τα κράτη διαχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο τα χρέη τους; Ή, ας πούμε, εκείνος που την εποχή της ψευδοευημερίας έπαιρνε δάνειο για να κάνει διακοπές το Πάσχα είναι εξίσου ανεύθυνος με εκείνον που δεν το έκανε; Γνωρίζω ανθρώπους που ενθουσιάζονται από το ριζοσπαστισμό και την πολεμική διάθεση που εκφράζονται στο βιβλίο. Πείτε με συντηρητικό, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι αυτά και μόνον είναι τα συστατικά που θα χρειαστούμε για να απαλλαγούμε από τα χρέη μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου