Για το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά Πολιτική του Πολιτισμού(εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αν ήμουν σοβαρός Υπουργός Πολιτισμού, θα διάβαζα αυτό το βιβλίο. Αν ήθελα να ασκήσω σε βάθος πολιτική στον χώρο του πολιτισμού, θα προσπαθούσα να συλλάβω τι μπορεί να κάνει η πολιτεία σ’ αυτόν, κινούμενη μακριά από τη λογική της χειραγώγησης ή της εγκατάλειψης. Η Μυρσίνη Ζορμπά γράφει –ύστερα από χρόνια ενασχόλησης με τη σχέση των κυβερνητικών πρακτικών και του πολιτισμού– ένα βιβλίο με το οποίο ανιχνεύει συστηματικά τις δυνατότητες για άσκηση στιβαρών πολιτικών στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων.
Καταρχάς, επιχειρεί να διερευνήσει πώς ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η θεσμική προσπάθεια να τεθεί το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι υπό τις φτερούγες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είτε αναφερόμαστε στις Δυτικές είτε στις Σοσιαλιστικές. Κι έπειτα εξετάζει τη δυνατότητας άσκησης ουσιαστικής πολιτισμικής πολιτικής, τόσο σε θεωρητική βάση όσο και στην ελληνική πραγματικότητα, όπου ο πολιτισμός υψώνεται λαϊκίστικα σε «βαριά βιομηχανία της χώρας», αν και στην πράξη απαξιώνεται και περιθωριοποιείται.
Ιστορική αναδρομή
O πολιτισμός δεν περιορίζεται μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία αλλά επεκτείνεται και στον πολιτισμό της καθημερινότητας, στη λαϊκή κουλτούρα, σε θέματα εθνικής ταυτότητας και συνείδησης
Στην ουσία, με την επέκταση της Πολιτικής Επιστήμης και στον χώρο του Πολιτισμού αλλά και την άνοδο των Πολιτισμικών Σπουδών βρέθηκε ένας χώρος ο οποίος γίνεται κοινό κτήμα και των δύο. Από τη μία, ο πολιτισμός δεν περιορίζεται μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία (στις παλιές, παγιωμένες επτά –νυν οκτώ– καλές τέχνες), αλλά επεκτείνεται και στον πολιτισμό της καθημερινότητας, στη λαϊκή κουλτούρα, σε θέματα εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, σε εκθεσιακούς χώρους, όπως μουσεία, σε θέματα δηλαδή που ξεφεύγουν από τη στενή πολιτιστική ατζέντα. Η υψηλή κουλτούρα που αποτέλεσε για αιώνες μονοπωλιακό αντικείμενο πολιτισμικής ενασχόλησης εκθρονίζεται και συμπαρατάσσεται με άλλες κουλτούρες, περιφερειακές και περιθωριακές μέχρι πρότινος. Κι ακόμα περισσότερο τα πολιτισμικά δικαιώματα συνδέονται με τα λοιπά κοινωνικά και πολιτικά και μπαίνουν στο τραπέζι των διεκδικήσεων.
Από την άλλη, η εξουσία μέχρι πρόσφατα είτε χρηματοδοτούσε την τέχνη προς όφελος των κρατούντων μαικήνων, είτε τη χειραγωγούσε, προκειμένου μέσω αυτής να ποδηγετήσει τις μάζες και να ασκήσει παιδαγωγική πολιτική προς το ευρύ (απαίδευτο) κοινό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η τέχνη εκδημοκρατίζεται και οι κυβερνήσεις αρχίζουν να πιστεύουν σ’ αυτήν ως εθνικό κεφάλαιο, όχι μόνο στην εκπαιδευτική της βάση αλλά και στην κοινωνική της κεφαλαιοποίηση. Ο πολιτισμός γίνεται μέρος της πολιτικής και η πολιτεία αναλαμβάνει τη συντονισμένη προσπάθεια να στηρίξει πάνω σ’ αυτόν το εθνικό της ιδεολόγημα (φιλελεύθερη άποψη) ή να τον συνδέσει με άλλα κοινωνικά αιτήματα (αριστερή άποψη).
Η ιστορική αναδρομή που επιχειρείται στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην Ελλάδα, η οποία μετά τον πόλεμο χαράσσει τη δική της κυβερνητική πολιτική, στην αρχή συντηρητική και σταδιακά πιο προοδευτική. Η Δικτατορία μάλιστα των συνταγματαρχών ιδρύει το 1971 Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό να περιορίσει είτε με προληπτική λογοκρισία είτε με έλεγχο των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων τις τυχόν αντικαθεστωτικές πράξεις. Η Μεταπολίτευση διατηρεί το Υπουργείο κι άλλοτε πιο αποφασιστικά κι άλλοτε υπό το καθεστώς υποχρηματοδότησης προσπαθεί να κινήσει τα νήματα του πολιτισμού μέχρι σήμερα.
Η Μυρσίνη Ζορμπά
|
Πολιτική και πολιτικές
Το βασικό που αξίζει να σκεφτούμε με αφορμή το βιβλίο της Μ. Ζορμπά είναι ποιο είναι το σχέδιο που πρέπει να χαράξει μια οργανωμένη πολιτεία στα πολιτισμικά θέματα. Πολλές φωνές πιστεύουν στον πλήρη φιλελευθερισμό και επομένως στην αποστασιοποίηση της πολιτείας από τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Άλλες πάλι ζητάνε τον σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους σε ό,τι καλλιτεχνικό προκύπτει, είτε με κρατισμό (ξεπερασμένη και λόγω ένδειας τακτική) είτε με χορηγίες (μέσω ΕΣΠΑ) και άλλες πατερναλιστικές πρακτικές.
Η Μ. Ζορμπά δεν προτείνει φυσικά συγκεκριμένες πολιτικές, ούτε διαφοροποιεί ρητά τον πολιτισμό από την κουλτούρα. Αυτό που κάνει επιλογικά είναι να ζητά αλλαγή παραδείγματος, πιστεύοντας ότι ένα σοβαρό κράτος οφείλει να μην εγκαταλείψει τον πολιτισμό στην ιδιωτική τύχη του, χωρίς όμως να τον εναγκαλίζει κηδεμονικά χρησιμοποιώντας την πολιτισμική πολιτική ως μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης.
Οι τεχνικές μάνατζμεντ αντικαθιστούν τις αισθητικές αξιολογήσεις και οι εμπορικές πιθανότητες παραγκωνίζουν τα ποιοτικά κριτήρια
Ποιες αρχές μπορούμε να υιοθετήσουμε ώστε να έχουμε μια επιτυχημένη πολιτισμική πολιτική; Καταρχάς, ο εκδημοκρατισμός του πολιτισμού είναι μια ανάγκη που ολοένα και περισσότερο ακούγεται και προωθείται. Επειδή έχει περάσει η εποχή της υψηλής κουλτούρας η οποία εξαφάνιζε κάθε άλλη μορφή τέχνης και επέβαλε τον εαυτό της ως αναγκαία και ικανή συνθήκη, οφείλουμε να δώσουμε το βήμα και στις περιφερειακές ώς τώρα κουλτούρες, σε ομάδες δηλαδή κοινωνικά αποκλεισμένων που δεν μπορούσαν να προβάλουν την καλλιτεχνική τους στάση: λ.χ. από τη λογοτεχνία μειονοτήτων μέχρι τη νεανική κουλτούρα των γκράφιτι κι από την ποίηση στο διαδίκτυο μέχρι τις ταινίες μικρούς μήκους. Το βασικό ζητούμενο όμως είναι αν αυτός ο εκδημοκρατισμός σημαίνει και ισοπέδωση, χωρίς ιεραρχικά κριτήρια και αξιολόγηση.
Από την άλλη, σε καιρούς οικονομικής ύφεσης η έννοια του πολιτισμού εμπορευματοποιείται και κρίνεται βάσει εσόδων και προϋπολογισμών. Συνδέεται με απόσβεση κεφαλαίων, προσαρμόζεται στις τουριστικές ανάγκες, εκτιμάται με γνώμονα την κερδοφορία του. Έτσι, οι τεχνικές μάνατζμεντ αντικαθιστούν τις αισθητικές αξιολογήσεις και οι εμπορικές πιθανότητες παραγκωνίζουν τα ποιοτικά κριτήρια. Αν το συμβολικό κεφάλαιο του πολιτισμού με τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη του οριοθετηθεί με δημοσιονομικά δεδομένα, τότε αμέσως θεωρούμε καλή τέχνη όποια πουλάει, άξιο προσοχής ό,τι έχει απήχηση, άξιο επενδύσεων και χορηγίας ό,τι είναι εμπορικό και αποφέρει ανταποδοτικά κέρδη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου