Για το μυθιστόρημα του Henry James, Οι βοστονέζες (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Gutenberg)
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση των «Βοστονέζων», δεν μπορώ, για μια ακόμα φορά, να μη θαυμάζω την οξύνοια και τη διορατικότητα του Χένρι Τζέιμς, τόσο στην επιλογή του θέματος και των χαρακτήρων (κεντρικών και δευτερευόντων), όσο και στον τρόπο που τους παρουσιάζει. Επιπλέον, το ρίσκο που πήρε γράφοντας εν έτει 1886 για τη «χειραφέτηση των γυναικών» –θέμα το οποίο έκτοτε έχουν «διαπραγματευθεί» πλήθος λογοτεχνών και θεωρητικών– γράφοντας με τον δικό του διεισδυτικό τρόπο και θέτοντας ένα ερώτημα το οποίο δεν έχει απαντηθεί ακόμα και στις μέρες μας.
Επιγραμματικά, το ερώτημα που θέτει ο μεγάλος συγγραφέας στο Βοστονέζες είναι: Τι είναι αυτό που συγκρατεί και περιορίζει γυναίκες προικισμένες και ξεχωριστές να εγκαταλείψουν τα όνειρά τους, να περιφρονήσουν το χάρισμά τους και να μην το καλλιεργήσουν, μόλις ένας άντρας φανεί στον ορίζοντα; Γιατί ο έρωτας παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή των γυναικών, σε σημείο που εύκολα ξεχνούν τις φιλοδοξίες τους, και ακολουθούν σχεδόν αδιαμαρτύρητα τις επιθυμίες του συντρόφου τους, έστω και αν αυτός είναι λιγότερο ευφυής ή λιγότερο ικανός από τις ίδιες; Παρότι η εύκολη απάντηση είναι το θέμα της έκρηξης των ορμονών, ο Χένρι Τζέιμς πάει βαθύτερα ακόμα και από την πολιτική διάσταση του θέματος, ερευνώντας την καταγωγή της «γυναικείας αδυναμίας», ενώ ο χειρισμός των χαρακτήρων του και η τόλμη του είναι άξιες θαυμασμού.
Summer in New England, Frank W. Benson (1862-1951)
|
Στο Βοστονέζες το κοινωνικό κίνημα της χειραφέτησης των γυναικών είναι κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος, την εποχή που ήταν ακόμα στο ξεκίνημά του. Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες είναι ενεργά μέλη του κινήματος και παρότι ο συγγραφέας κρατάει τις αποστάσεις του και δεν προπαγανδίζει υπέρ ή κατά, κατορθώνει να χειριστεί αυτό το φλέγον για την εποχή του ζήτημα –να σημειωθεί πως στις ΗΠΑ το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες παραχωρήθηκε το 1920– με λεπτότητα αλλά χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν.
Στην αρχή του μυθιστορήματος ο Αμερικανικός Εμφύλιος έχει μόλις τερματιστεί, και πολλοί υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας και της απελευθέρωσης των σκλάβων δραστηριοποιούνται τώρα στο θέμα των γυναικείων δικαιωμάτων.
Όσες αντιρρήσεις και να έχει κανείς για το πώς παρουσιάζεται το γυναικείο κίνημα σε κάποια αποσπάσματα, ή αυτές που το υπηρετούν, δε μπορεί να μη θαυμάσει τη γενναιότητα ενός ήδη καταξιωμένου συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα βιοπορίζεται από την πένα του, να καταπιαστεί με ένα τόσο παράτολμο θέμα. Και πράγματι, δεν υπάρχει προηγούμενο, κανείς έως τότε (1886) δεν είχε ενδιαφερθεί να γράψει για γυναίκες με «αποκλίνουσα» σεξουαλικότητα, ούτε καν οι ίδιες οι γυναίκες (το πρώτο μυθιστόρημα με θέμα τον ομοφυλοφιλικό έρωτα δυο γυναικών εκδόθηκε το 1928 - «Το πηγάδι της μοναξιάς» Ράντκλιφ Χολ). Μάλιστα, παρουσιάζει τις γυναίκες αυτές όχι ως καρικατούρες ή με υπονοούμενα, αλλά με σοβαρότητα, σεβασμό και εμβάθυνση στην οδύνη και στο φόβο που βιώνει η κεντρική ηρωίδα του που έχει συνάψει έναν «βοστονέζικο» γάμο, όπως αποκαλούσαν στην εποχή του Τζέιμς τη συμβίωση δυο γυναικών.
Μαχόμενες σουφραζέτες
Η Βερίνα διαθέτει μαγνητισμό, αν και η ίδια δεν φαίνεται να το συνειδητοποιεί, και τόσο ο Μπέιζελ όσο η Όλιβ μαγεύονται μόλις την ακούν να μιλάει.
Βρισκόμαστε στα 1875, μια δεκαετία μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου και ο Μπέιζιλ Ράνσομ, ένας νεαρός κυνικός δικηγόρος από το Μισισιπή, λαμβάνει μια πρόσκληση από την ανοιχτόμυαλη και φιλελεύθερη εξαδέλφη του, Όλιβ Τσάνσελορ, να την επισκεφτεί στη Βοστόνη. Δεν έχει συνειδητοποιήσει το πόσο η Όλιβ έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που την είδε ούτε το πώς έχει εξελιχτεί σε μια μαχόμενη σουφραζέτα, σε μια κοινωνία όπου οι περισσότερες γυναίκες δεν κάνουν τίποτα χωρίς την έγκριση και την προστασία των αντρών συγγενών τους. Συνεπώς, δεν είναι περίεργο που αμέσως τον πηγαίνει σε μια συγκέντρωση με ομιλήτρια τη Βερίνα Τάραντ, μια γοητευτική κοπέλα με το χάρισμα της ρητορείας. Η Βερίνα διαθέτει μαγνητισμό, αν και η ίδια δεν φαίνεται να το συνειδητοποιεί, και τόσο ο Μπέιζελ όσο η Όλιβ μαγεύονται μόλις την ακούν να μιλάει. Ο Μπέιζελ θαυμάζει τα νιάτα και την ομορφιά της, αλλά θεωρεί πως οι ριζοσπαστικές, φεμινιστικές ιδέες της είναι εξίσου παράδοξες με τον μεσμερισμό, τη μη επιστημονική μέθοδο θεραπείας που ασκεί ο πατέρας της κοπέλας, και θεωρείται τσαρλατάνος από πολλούς. Η Όλιβ, όμως, βλέπει βαθύτερα από τον Μπέιζελ: διακρίνει στη Βερίνα μια δυνάμει καθοδηγήτρια του σκοπού τους, μια γυναίκα ικανή να προωθήσει τα αιτήματά τους, να εμπνεύσει τα πλήθη, να κινητοποιήσει και να ενώσει τις γυναίκες, αποτελώντας ένα είδους προτύπου.
Ακατέργαστος ερωτισμός
Το ενδιαφέρον της Όλιβ για τη Βερίνα, όσο η σχέση τους εξελίσσεται, περιγράφεται ως ερωτικό χωρίς να κατονομάζεται ως τέτοιο, αλλά μας δίνεται όλη η ένταση και η σφοδρότητα των συναισθημάτων της, η απαίτησή της για αποκλειστικότητα και το μίσος για τον Μπέιζελ και τις επιθυμίες του, ο οποίος δίνει το δικό του αγώνα για να κερδίσει την καρδιά της Βερίνα: «…το να μη δει ποτέ ξανά το πρόσωπο εκείνης που η Όλιβ είχε κλείσει μες την καρδιά της θα ήταν γι’ αυτήν σα να τυφλωνόταν».
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την Όλιβ σα να μην έχει η ίδια συνείδηση του ερωτισμού της ο οποίος «βγαίνει» αυθόρμητος και ακατέργαστος χωρίς να αποκαλύπτεται ποτέ ολοκληρωτικά. Η Όλιβ συνεχίζει να λειτουργεί ζηλόφθονα και ως απατημένη ερωμένη, όχι μόνο στη σχέση της Βερίνα με τον Μπέιζελ αλλά και σε άλλες καταστάσεις, όπως όταν εμφανίζεται ένας δημοσιογράφος και προσφέρεται να παίξει ενεργό ρόλο στην προώθηση της δημόσιας παρουσίας της Βερίνα, προκειμένου να προωθήσει το κίνημα των σουφραζέτων, αλλά ακόμα και στη σχέση της κοπέλας με τους οικείους της. Η Όλιβ μοιάζει να ζηλεύει τον αέρα που η νεαρή κοπέλα αναπνέει και υπάρχουν φορές που δεν μπορεί να συγκρατηθεί: «Αλλά τώρα, ξάφνου, η σοβαρότητα της Όλιβ άρχισε να της φαίνεται αταίριαστη με το σχέδιο του σύμπαντος, άχρηστη σαν πριόνι που είχε σπάσει…»
Η Βερίνα αρχίζει να συναντάει κρυφά τον ερωτευμένο Μπέιζελ και όταν την πείθει να περάσουν μια μέρα στη Βοστώνη μαζί, η κοπέλα αισθάνεται πως μπορεί και εκείνη να τρέφει τα ίδια αισθήματα. Για ένα διάστημα παραπαίει ανάμεσα στα αισθήματά της για τον Μπέιζελ και στη δέσμευσή της απέναντι στην Όλιβ και τον κοινό τους αγώνα, μέχρι να πάρει την απόφασή της. Η σύγκρουση και ο εσωτερικός διχασμός αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο που καλείται να επιλέξει, αν και ο Τζέιμς φροντίζει να «φωτίζει» πολύ περισσότερο το δράμα της Όλιβ – την απογοήτευση, την εγκατάλειψη και την προδοσία που βιώνει.
Η λεπτή ειρωνεία, η βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης που επιστρατεύει ακόμα και τις αδυναμίες της προκειμένου να χειραγωγήσει τους άλλους, το βάρος που προκαλεί το χάρισμα στον χαρισματικό, όλα αυτά περιγράφονται από την πένα του Δασκάλου με μαστοριά και μοναδική λεπτότητα.
Ο Χένρι Τζέιμς, χωρίς να υπολογίζει το κόστος (και πράγματι η υποδοχή του βιβλίου δεν ήταν θετική στην Αμερική) έγραψε για θέματα που δεν είχε κανείς έως τότε ασχοληθεί σοβαρά, αλλά, ακόμα και αν το θέμα αυτό καθαυτό δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον σύγχρονο αναγνώστη, υπάρχουν αποσπάσματα στο βιβλίο που θέλεις να τα διαβάσεις ξανά και ξανά για την απόλαυση της ανάγνωσης σπουδαίας λογοτεχνίας: Η λεπτή ειρωνεία, η βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης που επιστρατεύει ακόμα και τις αδυναμίες της προκειμένου να χειραγωγήσει τους άλλους, το βάρος που προκαλεί το χάρισμα στον χαρισματικό, όλα αυτά περιγράφονται από την πένα του Δασκάλου –που δεν ονομάστηκε έτσι τυχαία– με μαστοριά και μοναδική λεπτότητα. Ο Δάσκαλος γράφει και η ανθρώπινη κατάσταση (η οδύνη, ο έρωτας, η φιλοδοξία, η ματαιοδοξία) περιγράφεται με έναν καινούργιο τρόπο.
Επίσης, η επιλογή του τριτοπρόσωπου παρεμβατικού αφηγητή δίνει στον αναγνώστη το περιθώριο να κάνει μια παύση στην ανάγνωση και να συλλογιστεί αυτό που μόλις ο συγγραφέας του εξέθεσε. Πολλές φορές προλαβαίνει κάποια ένστασή του, παραθέτοντας μια άλλη άποψη πάνω στο θέμα και άλλες αφήνει το θέμα αναπάντητο και ανοιχτό προκειμένου να τον εμπλέξει και να δώσει ο αναγνώστης τη δική του απάντηση.
Η ελληνική έκδοση είναι πλήρης και καλαίσθητη. Τόσο το προλογικό σημείωμα του άξιου μεταφραστή, όσο και οι λεπτομερείς σημειώσεις προσφέρουν στον αναγνώστη μια σαφή εικόνα της εποχής και του πλαισίου που γράφηκε το μυθιστόρημα, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πως τα κλασικά έργα δεν έχουν ηλικία και όταν «συναντώνται» με τον αναγνώστη παραμένουν πάντα νεανικά και φρέσκα.
* Η εικονογράφηση του άρθρου είναι από την ταινία The Bostonians του James Ivory, που είχε παιχτεί στη χώρα μας με τον τίτλο οι... Βοστωνέζοι.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Henry James
Πρόλογος, Μετάφραση, Σημειώσεις Μιχάλης Μακρόπουλος
Gutenberg 2016
Σελ. 690, τιμή εκδότη €26,00
πηγη
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου