Του Θάνου Κάππα
Διάβασα με συγκίνηση το Βερολίνο, γεια του Βόλφγκανγκ Χέρντορφ ρίχνοντας διαρκώς ματιές σ’ αυτό το όμορφο, ανοιχτό πρόσωπο που είναι αδύνατον να μην το συνδέσεις, να μην το ταυτίσεις με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον τρυφερό δεκατετράχρονο Μάικ Κλίνγκενμπεργκ και τις περιπέτειές του [βλ. κεντρική φωτογραφία].
Τόση θεωρία, ώστε να ξεχωρίσει ο συγγραφέας από τον αφηγητή, χαμένη: πίσω από τον μικρό πρωταγωνιστή ξεπρόβαλλε συνεχώς ο Βόλφγκανγκ Χέρντοφ, ο οποίος, όπως διαβάζουμε στο εσώφυλλο, δεν υπάρχει πια. Αυτοπυροβολήθηκε τη νύχτα της 26ης Αύγουστου του 2013 στην όχθη του καναλιού Χοεντσόλερν. Είχε διαγνωστεί με μια ανίατη μορφή καρκίνου στον εγκέφαλο, λίγο πριν την κυκλοφορία του βιβλίου του, το 2010.
Δεν υπάρχει καλόπιστος αναγνώστης που δεν θα παραδοθεί σ’ αυτό το συναρπαστικό ταξίδι ανυπακοής και ελευθερίας ή θα μείνει αδιάφορος απέναντι στο ξεδίπλωμα μιας εφηβείας τόσο οικείας.
Με τάραξε αυτή η πληροφορία, έριξε τη βαριά σκιά της στην ανάγνωση. Eίναι πραγματικά ακατανόητη η βία, ο παραλογισμός μιας ζωής που σου χαρίζει τη συγγραφή ενός τόσο εμπνευσμένου και αγαπησιάρικου βιβλίου (δεν υπάρχει καλόπιστος αναγνώστης που δεν θα παραδοθεί σ’ αυτό το συναρπαστικό ταξίδι ανυπακοής και ελευθερίας ή θα μείνει αδιάφορος απέναντι στο ξεδίπλωμα μιας εφηβείας τόσο οικείας), για να σου κλέψει στη συνέχεια τη χαρά της συνάντησης με τους αναγνώστες σου. Γιατί κάθε βιβλίο είναι ένα αίτημα συνάντησης με συγγενείς, με ανθρώπους που μοιράζονται το βαθύτερο βλέμμα, τη συνολική αντίληψη του συγγραφέα του. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για κάποιον που γράφει, από αυτή την ξεκάθαρη σύνδεση του αναγνώστη μαζί του: καταλαβαίνω τι λες, αναγνωρίζω το βλέμμα σου σαν δικό μου, με αφορά ο τρόπος σου, με συγκινεί, με κινητοποιεί, με αλλάζει. (Για σκέψου: με αλλάζει αυτό που αναγνωρίζω βαθιά δικό μου – τι παράξενο.)
Τα πράγματα δυστυχώς κινήθηκαν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Καθώς το βιβλίο άρχισε να απογειώνεται, να κάνει απανωτές εκδόσεις, να μεταφράζεται σε 25 γλώσσες, να γίνεται θέατρο και κινηματογραφική ταινία από τον Φατίχ Ακίν [βλ. φωτογραφία από κάτω], ο ίδιος ο Χέρντορφ βρέθηκε σε μια πορεία βιολογικής και πνευματικής αποδιοργάνωσης, εξαιτίας της βαριάς ασθένειας, που σε τρία μόλις χρόνια τον οδήγησε σε διαταραχές λόγου, ακριβώς τη στιγμή που αναγνωριζόταν το εξαιρετικό του ταλέντο στη συναρμογή των λέξεων. Γιατί βέβαια τα βιβλία γράφονται με λέξεις, δεν αρκούν οι προθέσεις ή οι ιδέες ή τα αισθήματα. (Αλλά το ζήτημα είναι πώς αυτές οι λέξεις θα αληθεύσουν, πώς θα μεταφέρουν αυθεντικά την αρχική σύλληψη, τη συγκίνηση του συγγραφέα τους. Κάποια απειρία, λίγος ναρκισσισμός παραπάνω και το αποτέλεσμα μοιάζει κλινικό ή ψεύτικο, μια περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη άσκηση ύφους.)
Το βιβλίο του Χέρντορφ βρίσκεται στον αντίποδα της κλινικότητας – είναι βιβλίο της καρδιάς. Είναι γραμμένο με τέχνη και μαστοριά και γνώση των κανόνων του είδους, αλλά βρίσκεται διαρκώς σε σύνδεση με το βίωμα, τροφοδοτείται από την εμπειρία, το χιούμορ και τη λεπτή παρατήρηση, δεν αυτοθαυμάζεται, δεν υπερβάλλει. Υπάρχει ένα διακριτό ήθος των ηρώων ακόμα κι όταν βρίζουν άγρια, που αντανακλά τη γλυκύτητα, τη σπιρτάδα, το παιγνιώδες ύφος του συγγραφέα στο εσώφυλλο· ο οποίος φαίνεται να μην έχει ξεχάσει πώς είναι να είσαι δεκατεσσάρων χρονών σε έναν κόσμο βαρετό και προβλέψιμο όπου το οξυγόνο λιγοστεύει διαρκώς.
«Σου δίνουν κάποιες λέξεις π.χ. ζωολογικός κήπος, πίθηκος, φύλακας και σκούφος κι εσύ πρέπει να γράψεις μια ιστορία για έναν ζωολογικό κήπο, έναν πίθηκο, έναν φύλακα κι έναν σκούφο. Φοβερά πρωτότυπο! Ασύλληπτη βλακεία!»
Αλλά και πόσο σκληρό είναι να αποκλείεσαι από το πάρτι της αγαπημένης σου ενώ τη σκέφτεσαι νύχτα-μέρα, προετοιμάζοντας για μήνες το δώρο της:
«Σαν υπνωτισμένος κατέβηκα από το αυτοκίνητο και τότε συνέβη. Μη με ρωτάτε πώς, δεν ξέρω πια. Ξαφνικά βρισκόμουν δίπλα στην Τατιάνα κρατώντας το σχέδιό της και νομίζω ότι με κοίταζε με την ίδια έκπληξη που προηγουμένως κοίταζε τον Τσικ. Όμως δεν έβλεπα τίποτε μπροστά μου. Είπα: «Να», «Μπιγιονσέ», «ζωγραφιά», «για σένα».»
Ένα κλεμμένο Λάντα, μια εφηβική φιλία εν τη γενέσει της κι ένας ουτοπικός προορισμός- πρόσχημα για το ταξίδι, την περιπλάνηση στην Ανατολική Γερμανία. Ο «πυροβολημένος» Μάικ και ο αλκοολικός «μαφιόζος» συμμαθητής του Τσικ, δυο παιδιά εγκλωβισμένα στο τυπικό ευρωπαϊκό, έντονα ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, τραυματισμένα από τις ανερμάτιστες οικογένειές τους, συναισθηματικά μετέωρα, ανέστια και μόνα, συγκλίνουν αρχικά με δισταγμό και επιφύλαξη, για να αφεθούν στη συνέχεια στην περιπέτεια του καλοκαιριού, σ’ αυτόν τον σπασμό ελευθερίας που θα τους επιτρέψει να ονομάσουν τα πράγματα από την αρχή.
«Έτσι ήταν το κωλοσχολείο, έτσι ήταν τα βρομοκόριτσα και λύση δεν υπήρχε. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα, μέχρι που γνώρισα τον Τσικ. Από τότε και μετά άλλαξαν τα πράγματα. Αυτά θα σας διηγηθώ τώρα.»
Και τα διηγείται. Ο Μάικ Κλίνγκενμπεργκ δια του Βόλφγκανγκ Χέρντοφ ή το ανάποδο, δεν έχει σημασία – ο αναγνώστης «ζει» αυτά τα σύντομα σφιχτά επεισόδια κινηματογραφικής δράσης, γραμμένα με απλότητα, χιούμορ και αντι-μελό διάθεση, σαν ο τρίτος αθέατος συνεπιβάτης. Το Λάντα οργώνει τα χωράφια, κάνει κύκλους στο πουθενά (με τη συνοδεία ενός εφιαλτικού πιάνου στο κασσετόφωνο), εισχωρεί όλο και περισσότερο σε μια ουτοπία όπου οι ενήλικες, παρά τα ιδιοσυγκρασιακά τους χαρακτηριστικά, είναι επιτέλους «καλοί». Κι αυτό γιατί σχετίζονται πραγματικά μαζί τους, δεν κλείνονται σε προκαθορισμένα σχήματα και ρόλους – ακόμα κι αν πρόκειται για έναν διασαλευμένο πρώην ναζί που ζει σε έναν δικό του κόσμο φαντασμάτων του β΄παγκοσμίου πολέμου (έμμεσο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη γερμανική ιστορία, που χρωματίζει διακριτικά το φόντο). Αλλά η συναισθηματική κορύφωση έρχεται με τη γνωριμία της Ίζας, αυτού του παράξενου κοριτσιού των σκουπιδιών που ενεργοποιεί τον ανταγωνισμό του Τσικ και τα ερωτικά αντανακλαστικά του Μάικ αλλά ολοκληρώνεται ως μια δυνατή φιλία και των τριών, η οποία σφραγίζεται στη σκηνή του όρκου τους.
«Ήθελα να σας προτείνω κάτι άλλο», έκανα. «Τι θα λέγατε να ξανασυναντηθούμε σε πενήντα χρόνια; Στο ίδιο ακριβώς σημείο, σε πενήντα χρόνια. Στις 17 Ιουλίου του 2060, στις πέντε το απόγευμα. Ακόμα κι αν για τριάντα χρόνια δεν έχουμε ακούσει νέα των άλλων. Να έρθουμε και οι τρεις εδώ, είτε είμαστε μάνατζερ στη Ζίμενς είτε ζούμε στην Αυστραλία. Να ορκιστούμε ότι θα το κάνουμε και να μην το ξανασυζητήσουμε. Ή μήπως σας φαίνεται χαζή η ιδέα;»
Όχι, δεν την έβρισκαν καθόλου χαζή. Σταθήκαμε όρθιοι και ορκιστήκαμε περιστοιχισμένοι απ’ όλα αυτά τα χαραγμένα αρχικά. Κι από μέσα μας, νομίζω, αναρωτιόμασταν όλοι το ίδιο: θα ζούμε σε πενήντα χρόνια για να είμαστε πάλι εδώ;»
Είναι φανερό πως πίσω από την καταιγιστική δράση και τα κωμικοτραγικά επεισόδια, ο τρόπος του Βόλφγκανγκ Χέρντοφ να διαβάζει τη ζωή είναι βαθιά ρομαντικός.
Είναι φανερό πως πίσω από την καταιγιστική δράση και τα κωμικοτραγικά επεισόδια, ο τρόπος του Βόλφγκανγκ Χέρντοφ να διαβάζει τη ζωή είναι βαθιά ρομαντικός. Όπως και ο τρόπος που διάλεξε να αποχωρήσει από τη σκηνή του κόσμου. «Κάθε άνθρωπος είναι μια μαρτυρία. Για όσα αγαπάει και πιστεύει», γράφει η Όλια Λαζαρίδου. Υπήρξε πράγματι μια μαρτυρία αγάπης το βιβλίο αυτό, που αποδείχτηκε το κύκνειο άσμα του, για όσα πίστεψε και ονειρεύτηκε και αναγνώρισε ως κέντρο της ζωής· γιατί πέρα από τη φόρμα έχει ακόμα σημασία και για ποιο πράγμα σε ενδιαφέρει να μιλήσεις, τι είναι αυτό που καταθέτεις, από ποιο σημείο κοιτάς.
Δεν το λέω για να συγκινήσω κανέναν: έκλαψα γι’ αυτόν τον άγνωστό μου συγγραφέα που σαρώθηκε βάναυσα από την τυφλή ορμή του θανάτου, στην πιο δημιουργική του στιγμή, στην ακμή της ζωής του.
Υ.Γ. Εξαιρετική η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού, ζωντανή, ανάγλυφη και ρέουσα. Αντίθετα το εξώφυλλο μου φάνηκε κάπως στατικό για ένα τέτοιο παλλόμενο κείμενο φυγής. Το αυτοκίνητο είναι ακινητοποιημένο, με σβηστά τα φώτα του – μια σχηματικότητα στον αντίποδα, νομίζω, του πνεύματος του βιβλίου.
* Ο ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Wolfgang Herrndorf
Μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός
Εκδ. Κριτική 2015
Σελ. 280, τιμή εκδότη: € 16,00
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου