Για την παράσταση Το γεφύρι της Άρτας - επί του μύθου σύνθεσις, σε σκηνοθεσία της Ίριδας Χατζηαντωνίου, που παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο.
Του Νίκου Ξένιου
Σύμφωνα με μια παράδοση από το Ζαγόρι, αν μια γυναίκα ήταν στείρα ή γεννούσε το παιδί της πεθαμένο, αφού κατέβαινε στο πιο κοντινό ποτάμι νύχτα με φεγγάρι, έσπρωχνε μέσα στα νερά πέτρες και πετροβολούσε το ποτάμι. Σύμφωνα με την ηπειρωτική παράδοση, πλήθος χτιστών, μαστόρων και μαθητάδων υπό τον Αρχιμάστορα προσπαθούν να κτίσουν το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, όμως βρίσκουν κάθε πρωί τα θεμέλιά του κατεστραμμένα. Με το στόμα ενός μαντατοφόρου πουλιού τους μεταφέρεται, τότε, το πένθιμο μαντάτο. Οι θεατρικοί Οργανισμοί Ευτοπία και Έβδομη Θύρα, με αφορμή τη γνωστή παραλογή και με υλικό αντλημένο από την πεζογραφία του Γιώργου Θεοτοκά και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, παρουσιάζουν το έργο Το γεφύρι της Άρτας - επί του μύθου σύνθεσις, σε συμπαραγωγή με το Σύγχρονο Θέατρο.
Η ανθρωποθυσία ως μοτίβο του τραγικού μύθου
Μια κατάμαυρη, στρογγυλή σκηνή και μια κεντρική δεσμίδα φωτός, σιωπή και ο βασανιστικός ήχος της σταγόνας που αργά αργά διαβρώνει, στην εξαιρετική μουσική σύνθεση του Γιώργου Στεφανακίδη. Κατάτμηση της κίνησης και της φωτιστικής δέσμης παράλληλα με την κορύφωση της δράσης. Μαύρα και γκρίζα κοστούμια και τελετουργική κίνηση των ηθοποιών, ο κύκλος της επιτέλεσης και η οικοδόμηση του γεφυριού με ίνες βαριά δεμένες σε ογκόλιθους. Λιτή γεωμετρία του χώρου του Γιώργου Γαβαλά και εξαιρετικοί εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη υπογραμμίζουν τη γνωστή αφοσίωση και σοβαρότητα αυτής της ομάδας λειτουργών του θεάτρου μας, που με εργατικότητα και ήθος αντιστέκονται στον συρμό: η Ίριδα Χατζηαντωνίου και ο Βαγγέλης Ρόκος επιστρατεύουν τον μονόλογο της αλλοπαρμένης, βακχεύουσας Κασσάνδρας από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, ώστε το κείμενο αυτό ν’ αποτελέσει «γέφυρα» για το πέρασμα στο ιερουργικό επίπεδο και στη διαχρονικότητα του συμβόλου, αφενός, κι ώστε να καταδειχθεί η βαρύτητα της προφητείας, που συνιστά μαζί κατάρα:
Σήκω εσύ. Κάντε στην άκρη. Κρατώ φωτιά. Ιερουργώ.
Χτύπα το απαλό πόδι.
Χόρεψε ιερό
χορό.
Υµέναιε! Υµέναιε!.
Σήκω εσύ. Κάντε στην άκρη. Κρατώ φωτιά. Ιερουργώ.
Χτύπα το απαλό πόδι.
Χόρεψε ιερό
χορό.
Υµέναιε! Υµέναιε!.
Η καταδίκη και ο εκστατικός, σεξουαλικά φορτισμένος κομμός της Κασσάνδρας επιβιώνει στο συλλογικό ασυνείδητο, με ενδιάμεσους γραμματολογικούς σταθμούς την Ιφιγένεια και την Αντιγόνη ως το «χτίσιμο» της γυναίκας του πρωτομάστορα και απεικονίζει τον μόχθο γενεών ανθρώπων για την κατανίκηση των αντίξοων φυσικών δυνάμεων.
Η καταδίκη και ο εκστατικός, σεξουαλικά φορτισμένος κομμός της Κασσάνδρας επιβιώνει στο συλλογικό ασυνείδητο, με ενδιάμεσους γραμματολογικούς σταθμούς την Ιφιγένεια και την Αντιγόνη ως το «χτίσιμο» της γυναίκας του πρωτομάστορα και απεικονίζει τον μόχθο γενεών ανθρώπων για την κατανίκηση των αντίξοων φυσικών δυνάμεων. Με το αίμα και τα οστά της, η πειθήνια γυναίκα «χτίζεται» στη συλλογική συνείδηση ως σύμβολο σταθερότητας αλλά και αποτροπιασμού, ως αφέντρα του περάσματος πάνω από τα νερά αλλά και ως πετρωμένο γοργόνειον.
Η συμβολή του Θεοτοκά και του Ρίτσου
«Το γεφύρι της Άρτας» που έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς το 1942 παρουσιάζει το στοίχειωμα του γεφυριού ως άφευκτη αναγκαιότητα. Η συλλογική συνείδηση συνωμοτεί, απαλείφοντας την ανδρική ενοχή για το αποτρόπαιο, αλλά και θεάρεστο παράλληλα, έργο εξόντωσης του στοιχειού του «μπαμπέσικου» ποταμιού και διάνοιξης οδού ελευθερίας:
Τι να σου κάμω γυναίκα ερημοσκότεινη; Ποιος να σε σώσει από την άραχλη τη μοίρα σου; Δε φταίει κανείς, χαντακωμένη ψυχή! Εμπρός! Άντε να τελειώνουμε! Να λευτερωθούμε! Άντε να σωθούμε! Εμπρός! Να λύσουμε τα μάγια! Να πνίξουμε τη βασκανιά! Να ξαναγίνουμε άνθρωποι! Εμπρός! Τον πηλό! Τον ασβέστη! Το μυστρί!
Τι να σου κάμω γυναίκα ερημοσκότεινη; Ποιος να σε σώσει από την άραχλη τη μοίρα σου; Δε φταίει κανείς, χαντακωμένη ψυχή! Εμπρός! Άντε να τελειώνουμε! Να λευτερωθούμε! Άντε να σωθούμε! Εμπρός! Να λύσουμε τα μάγια! Να πνίξουμε τη βασκανιά! Να ξαναγίνουμε άνθρωποι! Εμπρός! Τον πηλό! Τον ασβέστη! Το μυστρί!
Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο τρίτος θεμέλιος λίθος οικοδόμησης του γεφυριού της Ίριδας Χατζηαντωνίου και του Βαγγέλη Ρόκου. Στην ποίηση του Ρίτσου το κορμί είναι ακρογωνιαίος λίθος ενός φαντασιακού οικοδομήματος λυρισμού που φέρει δυνάμει την ποιητικότητα είκοσι αιώνων λογοτεχνίας. Τα υλικά του είναι αδρά, λίθινα: Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη. Ένας βάζει μια πέτρα για προσκέφαλο. Άλλος, πριν κολυμπήσει, αφήνει τα ρούχα του κάτω από μια πέτρα μην του τα πάρει ο αέρας. Άλλος έχει μια πέτρα για σκαμνί του ή για σημάδι στο χωράφι του, στο κοιμητήρι, στο μαντρί, στο δάσος. Αργά, μετά το λιόγερμα, γυρίζοντας σπίτι σου, όποια πέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι αν ακουμπήσεις στο τραπέζι σου είναι ένα αγαλμάτιο-μια μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης.
Ο σκύλος, προσωποποίηση της καρτερίας και πρόσωπο ο ίδιος, εμφανίζεται ξανά και ξανά στο έργο του ποιητή ως μάρτυρας των πεπραγμένων των ανθρώπων («Ένα σκυλί μέσα στη νύχτα»): Δὲν τὸ συνάντησες λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ σκυλί; / μὲ τρίχωμα πάλι στιλπνό, ζωντανεμμένο, / μεταφέροντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου του μέσα στὰ μάτια του, / προβάλλοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου του πάνω στὰ πράγματα, ἀ ν α γ ν ω ρ ί ζ ο ν τ ά ς -Τον, / στὶς πέτρες, στὶς κλεισμένες πόρτες, στὰ παράθυρα, στὰ φύλλα, / στὰ βήματα τῶν βραδυνῶν περιπατητῶν, ποὺ μήτε τὸ προσέχουν...
Αποβάλλοντας κάθε νατουραλιστική σκηνοθεσία ως ξένη προς την ιδιοσυστασία του και σχηματοποιώντας σε αρχέτυπα τα πρόσωπα του μύθου το συγκεκριμένο έργο διαθέτει τις κορυφώσεις δραματικής έντασης και τη δυναμική μιας κλασικής σύνθεσης.
Μπεσαλή μου, γιατί με χτίζεις;
Ενώ ο φαύλος κύκλος του κτισίματος και ξαναγκρεμίσματος του γεφυριού συνεχίζεται, το γεφύρι «αυτονομείται», σαν να έχει τη δική του βούληση: σ’ ένα μακάβριο γλέντι εξιλασμού και «γάμου με τον Άδη» οι οργανοπαίχτες σταματούν το τραγούδι, η νύφη, ο γαμπρός και η γαμήλια πομπή ξεπεζεύουν απ’ τα άλογα και σιγά σιγά περνούν στην άλλη όχθη για να μην τους στήσει καρτέρι η παγιδευμένη «ψυχή» του γιοφυριού. Μακρά οικογενειακή παράδοση θυσιαστικού μοτίβου εξιλασμού μεταστοιχειώνεται, έτσι, σε λαϊκή παράδοση ενός ολόκληρου έθνους, προσδιορίζοντας και τα όρια της ανθρωπογεωγραφίας του:
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Αποβάλλοντας κάθε νατουραλιστική σκηνοθεσία ως ξένη προς την ιδιοσυστασία του και σχηματοποιώντας σε αρχέτυπα τα πρόσωπα του μύθου το συγκεκριμένο έργο διαθέτει τις κορυφώσεις δραματικής έντασης και τη δυναμική μιας κλασικής σύνθεσης. Ιδιαίτερα οι αντρικοί ρόλοι θα κέρδιζαν σε βάθος με μια λιγότερο ηθογραφική προσέγγιση. Η σκηνοθεσία επιτρέπει μεγάλη ερμηνευτική γκάμα και θέτει την προοπτική μιας κορυφαίας παράστασης, με την προϋπόθεση το κείμενο ν’ απαλλαγεί από τον φόρτο γραμματολογικής αναφοράς ώστε να υποστηριχθεί οργανικά από τους πολύ καλούς ηθοποιούς. Η ίδια η Ίρις Χατζηαντωνίου ως Αφηγητής και φορέας του ποιητικού λόγου και η Αντωνία Γιαννούλη ως η νεανική εκδοχή της γυναίκας του Πρωτομάστορα πλαισιώνουν αρμονικά τη χορεία των ανδρών.
Η ανθρωποθυσία της γυναίκας του Πρωτομάστορα γίνεται με δόλιο υπολογισμό από τον ίδιο τον άνδρα της, οπότε η κατάρα είναι δικαιολογημένη, εφόσον το θύμα παγιδεύεται χωρίς την ελεύθερη προαίρεσή του. Η αλλαγή της κατάρας σε ευχή ώστε να πετύχει ο στόχος της θυσίας είναι η λύση, στην οποία και βασίζεται και το καλύτερο σημείο της παράστασης (κερκυραϊκή παραλλαγή του τραγουδιού):"Ως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα μαλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες”.
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
“Αν τρέμουν τ’ άγρια πουλιά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν τρέμουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει”
κι ως πέφτουν τα μαλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες”.
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
“Αν τρέμουν τ’ άγρια πουλιά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν τρέμουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει”
Με διπλή αντιστροφή νοήματος, η ειρωνική μεταστροφή της κατάρας σε ευχή που επιφυλάσσει η δημώδης παραλογή αντιμετωπίζεται από τη μελετημένη και σοβαρή σκηνοθεσία της Ίριδας Χατζηαντωνίου ως σαφής σαρκαστικός υπαινιγμός, ενώ το ανατριχιαστικό γέλιο της γυναίκας του Πρωτομάστορα υπονομεύει την επιβαλλόμενη ευχή αναδεικνύοντας την ερμηνευτική ωρίμανση της Εβελίνας Αραπίδη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Γνωρίστε τις επιχειρήσεις της περιοχή σας....... κάντε έξυπνες αγορές
Με ένα κλίκ στις κάρτες τους
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου